Για την ορθή παρακολούθηση της περιβαλλοντικής κατάστασης εξετάζονται τα παρακάτω στοιχεία:
Tα κύρια βιολογικά στοιχεία ποιότητας που εξετάζονται από το ΕΛΚΕΘΕ για τα προγράμματα παρακολούθησης για την ΟΠΘΣ είναι:
Το φυτοπλαγκτό αποτελεί βιολογικό στοιχείο ποιότητας που εξετάζεται όσο αφορά στην βιομάζα (χλωροφύλλη-α), την αφθονία και τη σύνθεση του πληθυσμού, στους Περιγραφείς D1:Βιοποικιλότητα-Κριτήριο D1C6, D2:Mη αυτόχθονα είδη-Κριτήριο D2C1, D4: Στοιχεία θαλάσσιων τροφικών δικτύων-Κριτήρια D4C1, D4C2, D4C3, D4C4 και D5: Ευτροφισμός-Κριτήρια D5C2, D5C3
Το μεσοζωοπλαγκτό αποτελεί βιολογικό στοιχείο ποιότητας που εξετάζεται όσον αφορά στην βιομάζα, την αφθονία και τη σύνθεση του πληθυσμού, στους D1: Βιοποικιλότητα-Κριτήριο D1C6, D2: Μη αυτόχθονα είδη-Κριτήριο D2C1, D4:Στοιχεία θαλάσσιων τροφικών δικτύων – Κριτήρια D4C1, D4C2, D4C3.
Το μικροζωοπλαγκτό αποτελεί βιολογικό στοιχείο ποιότητας που εξετάζεται όσον αφορά στην βιομάζα, την αφθονία και τη σύνθεση του πληθυσμού, στους Περιγραφείς D1: Βιοποικιλότητα-Κριτήριο D1C6, D4: Στοιχεία θαλάσσιων τροφικών δικτύων – Κριτήρια D4C1, D4C2, D4C3
Το φυτοβένθος αποτελεί βιολογικό στοιχείο ποιότητας που εξετάζεται όσον αφορά στην βιομάζα αφθονία και σύνθεση του πληθυσμού, στους Περιγραφείς D2: Mη αυτόχθονα είδη-Κριτήριο D2C1, D5: Ευτροφισμός–Κριτήρια D5C6, D5C7 και D6: Ακεραιότητα Βυθού-Κριτήρια D6C1, D6C2, D6C3, D6C4, D6C5.
Το ζωοβένθος αποτελεί βιολογικό στοιχείο ποιότητας που εξετάζεται όσον αφορά στην βιομάζα αφθονία και σύνθεση του πληθυσμού, στους Περιγραφείς D2: Mη αυτόχθονα είδη- Κριτήριο D2C1, D5: Ευτροφισμός – Κριτήριο D5C8 και D6: Ακεραιότητα Βυθού-Κριτήρια D6C1, D6C2, D6C3, D6C4, D6C5.
Για την αξιολόγηση του περιγραφέα D1:Βιοποικιλότητα, για τους Ιχθύες και τα Κεφαλόποδα προβλέπονται τα κριτήρια D1C1, D1C3
Επίσης, με ανάθεση υπηρεσιών σε εξωτερικούς εξειδικευμένους συνεργάτες μελετώνται και τα «εμβληματικά» είδη, που αναδείχθηκαν στις Οδηγίες 92/43/ΕΟΚ (Habitats Directive) & 2009/147/EC (Birds Directive). Η ΟΠΘΣ προχώρησε ακόμη ένα βήμα προσθέτοντας και τα είδη που έχουν (ή πιθανόν να αποκτήσουν στο μέλλον) οικονομικό ενδιαφέρον, όπως π.χ. είδη ψαριών και κεφαλοπόδων. Τα Εμβληματικά είδη αποτελούν:
Τα στοιχεία αυτά αφορούν στον Περιγραφέα D3: Πληθυσμοί εμπορικά εκμεταλλεύσιμων αλιευμάτων» και τα σχετικά κριτήρια και στοιχεία κριτηρίων του. Στόχος του Περιγραφέα D3 είναι η λήψη των κατάλληλων μέτρων που θα καταστήσουν βιώσιμη την αλιευτική δραστηριότητα.
Η συλλογή των πρωτογενών δεδομένων, απαραίτητων για την εκτίμηση των παραπάνω, πραγματοποιείται στα πλαίσια του ΕΠΣΑΔ (Εθνικό Πρόγραμμα Συλλογής Αλιευτικών Δεδομένων) και αποτελεί συμβατική υποχρέωση κάθε κράτους μέλους της Ε.Ε. στα πλαίσια της υλοποίησης των στόχων της ΚΑλΠ.
Τα υδρογραφικά στοιχεία αφορούν κυρίως στον Περιγραφέα D7: Μεταβολή Υδρογραφικών συνθηκών. Οι μεταβολές των στοιχείων αυτών σχετίζονται με φυσική απώλεια (λόγω μόνιμων αλλαγών στο υπόστρωμα ή τη μορφολογία του βυθού ή λόγω της εξαγωγής του υποστρώματος του βυθού), αλλαγές στις υδρολογικές συνθήκες.
Τα συγκεκριμένα στοιχεία αφορούν σε ορισμένα κριτήρια του Περιγραφέα D5: Ευτροφισμός- Κριτήρια D5C1, D5C4, D5C5 σχετικά με φυσικοχημικές παραμέτρους.
Το πρώτο Κριτήριο (D5C1) συνδέεται με τις δραστηριότητες του ανθρώπου που προκαλούν αύξηση (εμπλουτισμό) των συγκεντρώσεων θρεπτικών συστατικών στο θαλάσσιο περιβάλλον. Στη βιβλιογραφία χρησιμοποιείται συχνά ο όρος «εμπλουτισμός» -αντί του όρου «αύξηση»- επειδή η προσθήκη θρεπτικών συστατικών στο θαλάσσιο περιβάλλον δεν έχει πάντοτε αρνητικά αποτελέσματα. Από το γεγονός αυτό προκύπτει και ο ελληνογενής -διεθνής πλέον- όρος «ευτροφισμός». Τα δυσμενή αποτελέσματα προκύπτουν από την υπέρμετρη αύξηση των θρεπτικών συστατικών, φαινόμενο που αποδίδεται καλύτερα με τον όρο «δυσ-τροφισμός», ο οποίος όμως χρησιμοποιείται σπάνια.
Τα χημικά στοιχεία σχετίζονται με το φυσικό αντικείμενο των Περιγραφέων D8: «Συγκεντρώσεις ρυπογόνων ουσιών» και D9: «Ρύποι σε εδώδιμα αλιεύματα». Ο περιγραφέας 8 περιλαμβάνει 4 επιμέρους κριτήρια ενώ ο Περιγραφέας 9 περιλαμβάνει μόνο ένα, κύριο, κριτήριο. Στοιχεία που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των παραπάνω περιγραφέων, κυρίως είναι οι συγκεντρώσεις ρυπογόνων ουσιών στα θαλάσσια ύδατα, στα ιζήματα του βυθού και σε οργανισμούς-δείκτες, η έκταση και οι ημέρες διάρκειας των σημαντικών περιστατικών οξείας ρύπανσης, το επίπεδο ρύπων στους βρώσιμους ιστούς των θαλασσινών ειδών κλπ.
Τα θαλάσσια απορρίμματα (marine litter) αποτελούν ένα δυσεπίλυτο περιβαλλοντικό πρόβλημα της Μεσογείου, αλλά και του παγκόσμιου ωκεανού. Ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα το πρόβλημα ήταν ορατό στις ακτές και στον θαλάσσιο βυθό. Η αλόγιστη χρήση πλαστικών συσκευασιών ανέδειξε το πρόβλημα της συσσώρευσης στερεών απορριμμάτων στις θάλασσες. Τα θαλάσσια απορρίμματα δεν παράγονται στην θάλασσα. Ο μεγαλύτερος όγκος τους προέρχεται από τις ανεξέλεγκτες «χωματερές», από όπου μεταφέρονται στην θάλασσα. Όταν βρεθούν στο περιβάλλον , τα πλαστικά διασπώνται σε μικροσκοπικά σωματίδια, γνωστά ως «μικροπλαστικά», τα οποία επεμβαίνουν στην φυσιολογική λειτουργία των οικοσυστημάτων, επίσης εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα των θαλάσσιων οργανισμών με άγνωστες μέχρι στιγμής επιπτώσεις.
Για την αξιολόγηση του Περιγραφέα D10 η ΟΠΘΣ προβλέπει δύο Κύρια Κριτήρια και ένα Δευτερεύον που περιλαμβάνουν συνολικά 5 στοιχεία κριτηρίων
Η μελέτη του υποθαλάσσιου θορύβου και των προβλημάτων που αυτός προκαλεί στους θαλάσσιους οργανισμούς, και ιδιαίτερα στα κητώδη, αποτελεί ακόμη μια καινοτομία της ΟΠΘΣ και γίνεται στο πλαίσιο των εργασιών του περιγραφέα D11. Ο Περιγραφέας 11 περιλαμβάνει, δύο κύρια κριτήρια, το Κριτήριο D11C1 που μελετά τη χωρική κατανομή, τη χρονική έκταση και τα επίπεδα παλμικών ήχων ανθρωπογενούς προέλευσης και το Κριτήριο D11C2 που αφορά στη χωρική κατανομή, τη χρονική έκταση και τα επίπεδα συνεχών ήχων χαμηλής συχνότητας ανθρωπογενούς προέλευσης.
Ανά περιγραφέα, παρατίθενται οι σχετικές μεθοδολογίες.
i) Περιοχές Παρακολούθησης
Δεδομένου αφενός του σημαντικού αριθμού των ειδών κητωδών που έχουν καταγραφεί ή ζουν μόνιμα στις Ελληνικές θάλασσες και των μεγάλων διαφορών μεταξύ τους και αφετέρου του πολύ μεγάλου εύρους της εξάπλωσής τους που αθροιστικά ισοδυναμεί με το σύνολο των θαλασσίων υδάτων της Ελληνικής Επικράτειας, τα κητώδη θα μελετηθούν σε επιλεγμένες περιοχές του δικτύου Natura 2000, σύμφωνα με τις περιοχές που μελετήθηκαν και κατά την περίοδο 2018-2023 για τα προγράμματα παρακολούθησης στα πλαίσια της ΟΠΘΣ.
Σύμφωνα με την απόφαση για τη θαλάσσια στρατηγική, Αριθ. οικ. 126635 ΦΕΚ 325/1-2-2022, έχουν ορισθεί οι ακόλουθες θαλάσσιες περιοχές με συχνότητα παρακολούθησης ανά είδος σε όλες τις περιοχές «1 φορά κάθε 4 έτη», όπως παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα:
Πίνακας Α11: Περιοχές παρακολούθησης κητωδών.
ii) Αφθονία, δημογραφικά στοιχεία, εύρος κατανομής πληθυσμού κητωδών (D1C1, D1C3, D1C4)
Ανάλογα με το είδος κητώδους που θα μελετάται κάθε φορά και ανάλογα με την συγκεκριμένη περιοχή μελέτης, οι μέθοδοι που δυνητικά θα χρησιμοποιηθούν για τα σχετικά κριτήρια και στοιχεία κριτηρίων που αφορούν στα κητώδη περιγράφονται παρακάτω. Για κάθε είδος και περιοχή θα χρησιμοποιηθούν οι βέλτιστες εφικτές και πάντα αβλαβείς για τα κητώδη μέθοδοι.
Για την κατανομή των κητωδών, επιτόπιες (in situ) θαλάσσιες ερευνητικές αποστολές θα πραγματοποιηθούν στις παραπάνω αναφερόμενες περιοχές του θαλάσσιου δικτύου Natura 2000, που έχουν ικανό μέγεθος (επιφάνεια), ώστε η παρουσία και η μελέτη μεγάλων και ευρέως μετακινούμενων ειδών όπως τα κητώδη να έχει νόημα. Σκοπός των αποστολών θα είναι η ανίχνευση, ο εντοπισμός, η καταμέτρηση και η οπτική παρατήρηση κητωδών. Ανάλογα με το είδος κητώδους, την περιοχή μελέτης και τυχόντα προηγούμενα δεδομένα, θα χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά ή συνδυαστικά ακουστικές μέθοδοι εντοπισμού και οπτικές μέθοδοι εντοπισμού. Οι παρατηρήσεις που θα καταγραφούν θα συμβάλουν στην εκτίμηση της γεωγραφικής κατανομής κάθε είδους στις περιοχές Natura 2000. Ωστόσο, για την κατανομή των ειδών κητωδών στην υπόλοιπη ελληνική επικράτεια θα γίνει συλλογή, τεκμηρίωση και αξιολόγηση του συνόλου των υπαρχόντων και μελλοντικών τεκμηριωμένων παρατηρήσεων κητωδών ανεξαρτήτως πηγής προέλευσης (εξειδικευμένες επιστημονικές αποστολές/dedicated surveys, ευκαιριακές παρατηρήσεις, παρατηρήσεις πολιτών/citizen science, παρατηρήσεις ναυτικών κλπ.) με σκοπό την παρακολούθηση της κατανομής των διαφόρων ειδών.
Για την αφθονία των κητωδών, στην διάρκεια επιτόπιων (in situ) θαλάσσιων ερευνητικών αποστολών στις επιλεγμένες περιοχές του δικτύου Natura 2000 θα καταγραφούν τα παρακάτω δεδομένα:
Επιπλέον, σε είδη κητωδών και μεγέθη πληθυσμών όπου είναι εφικτό, τα παραπάνω θα συνοδευτούν από συλλογή οπτικού υλικού φωτοταυτοποίησης.
Ανάλογα με τον αριθμό των παρατηρήσεων ή/και των φωτοταυτοποιημένων ατόμων σε κάθε περιοχή θα χρησιμοποιηθούν μέθοδοι δειγματοληψίας απόστασης (Distance sampling) και φωτοταυτοποίησης για την εκτίμηση της απόλυτης αφθονίας όπου αυτό είναι εφικτό. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα υπολογισθεί η σχετική αφθονία των παρόντων ειδών μέσω του αριθμού των ακουστικών εντοπισμών ή των οπτικών παρατηρήσεων υπό θετικές συνθήκες (κατάσταση θάλασσας) και της συνολικής προσπάθειας εντοπισμού (ακουστικής ή οπτικής) και θα παραχθεί ως συχνότητα παρατήρησης.
Για την εκτίμηση των δημογραφικών χαρακτηριστικών των πληθυσμών των διαφόρων ειδών κητωδών θα γίνει:
Α) Σύγκριση των δεδομένων που θα συλλέγουν στις επιτόπιες (in situ) θαλάσσιες ερευνητικές αποστολές στις περιοχές Natura 2000 με δεδομένα από προηγούμενες επιστημονικές αποστολές στις ίδιες περιοχές, που χρησιμοποίησαν τις ίδιες ακριβώς (π.χ. ακουστικοί εντοπισμοί φωκαινών) ή παραπλήσιες και συγκρίσιμες μεθόδους εντοπισμού και καταγραφής.
Β) Συλλογή, τεκμηρίωση και αξιολόγηση του συνόλου των υπαρχόντων και μελλοντικών τεκμηριωμένων παρατηρήσεων κητωδών ανεξαρτήτως πηγής προέλευσης (εξειδικευμένες επιστημονικές αποστολές/dedicated surveys, ευκαιριακές παρατηρήσεις, παρατηρήσεις πολιτών/citizen science, παρατηρήσεις ναυτικών κλπ.). Σχετικές χρονοσειρές διάρκειας περίπου δύο δεκαετιών θα χρησιμοποιηθούν με σκοπό τις συγκρίσεις ανάμεσα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, όπου αυτό είναι επιστημονικά δυνατό.
Γ) Αξιολόγηση των δεδομένων εκβρασμών κητωδών στις ακτές της χώρας με σκοπό την παρακολούθηση της κατάστασης των πληθυσμών και του έγκαιρου εντοπισμού τυχόν καταστροφικών φαινομένων για κητώδη, όπως οι μαζικοί εκβρασμοί λόγω χρήσης στρατιωτικών σόναρ, επιδημίες, συγκρούσεις με μεγάλα διερχόμενα πλοία, φαινόμενα ρύπανσης κλπ. Σχετικές χρονοσειρές διάρκειας μεγαλύτερης των δύο δεκαετιών θα χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτό.
i) Περιοχές Παρακολούθησης
Η επιλογή των Ζωνών Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) του Δικτύου Natura 2000, στις οποίες εφαρμόζεται η παρακολούθηση των θαλασσοπουλιών στο πρόγραμμα ΟΠΘΣ από την εξαετία (2018-2023), βασίστηκε στη σημασία της εκάστοτε περιοχής για τα επιλεγμένα είδη-στόχους σε εθνικό επίπεδο. Επί της ουσίας, δόθηκε μια βαθμολογία προτεραιότητας σε κάθε ΖΕΠ για κάθε είδος-στόχο σχετιζόμενο με το ποσοστό του εθνικού αναπαραγόμενου πληθυσμού που αυτή φιλοξενεί. Από τη διαδικασία αυτή, επελέγησαν περιοχές που κάλυπταν αθροιστικά ένα σημαντικό ποσοστό του εθνικού αναπαραγόμενου πληθυσμού του κάθε είδους. Ο τελικός κατάλογος των περιοχών έλαβε υπόψη επιπλέον κριτήρια όπως, την τεχνική δυσκολία παρακολούθησης κάποιων αποικιών και την απόστασή τους από την ηπειρωτική χώρα.
Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται οι 14 περιοχές παρακολούθησης και το είδος για το οποίο θα πραγματοποιηθεί παρακολούθηση στις εν λόγω περιοχές.
Πίνακας Α10. Περιοχές παρακολούθησης και είδος για το οποίο πραγματοποιείται παρακολούθηση στις εν λόγω περιοχές
ii) Αφθονία πληθυσμού θαλάσσιας ορνιθοπανίδας (D1C2)
Για την εκτίμηση της αφθονίας του πληθυσμού του κάθε είδους, εφαρμόζονται οι εξής μέθοδοι για κάθε είδος:
1) Αιγαιόγλαρος (Larus audouinii)
Οι Αιγαιόγλαροι δημιουργούν πρόχειρες φωλιές στο έδαφος, οι οποίες καταστρέφονται από τη χρήση και τις φυσικές συνθήκες των νησίδων στο τέλος κάθε αναπαραγωγικής περιόδου. Επομένως, κάθε έτος το είδος επιλέγει νέα τοποθεσία για να δημιουργήσει την αποικία του πάνω στην ίδια ή μια εντελώς διαφορετική νησίδα εντός μιας συγκεκριμένης περιοχής όπου αναπαράγεται. Έτσι, για την αποτελεσματική απογραφή του πληθυσμού του, γίνεται αρχικά πλήρης απογραφή όλων των νησίδων μιας συγκεκριμένης περιοχής και στη συνέχεια εντοπισμός της νησίδας ή των νησίδων οι οποίες φιλοξενούν αποικίες. Η απογραφή πραγματοποιείται από τα τέλη Απριλίου μέχρι τα μέσα Μαΐου. Η μέθοδος για την εκτίμηση του αναπαραγόμενου πληθυσμού αφού βρεθεί η αποικία είναι η Άμεση Καταμέτρηση Φωλιών (Direct counts) η οποία πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στη νησίδα και καταγράφονται τα εξής δεδομένα:
2) Θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis desmarestii)
Οι Θαλασσοκόρακες φωλιάζουν σε χαλαρές αποικίες νησίδων και βραχωδών ακτών. Οι φωλιές τους βρίσκονται μέσα σε εσοχές βράχων και σπηλιές. Συνήθως το ζευγάρι χρησιμοποιεί την ίδια φωλιά κάθε έτος. Για την απογραφή του πληθυσμού μιας συγκεκριμένης περιοχής, εφαρμόζεται απογραφή της ακτογραμμής από τη θάλασσα, με πλωτά μέσα. Κατά τη διάρκεια της απογραφής εφαρμόζεται Καταμέτρηση των Εμφανώς Κατειλημμένων Φωλιών (ΕΚΦ) στις επιλεγμένες δειγματοληπτικές επιφάνειες. Η απογραφή εφαρμόζεται από τις αρχές Μαρτίου μέχρι τα μέσα Μαΐου και καταγράφονται τα εξής δεδομένα:
3) Πελαγικά είδη: Αρτέμης (Calonectris diomedea), Μύχος (Puffinus yelkouan) και Υδροβάτης (Hydrobates pelagicus melitensis).
Τα παραπάνω πελαγικά είδη είναι μονογαμικά και φωλιάζουν σε στοές ή κάτω από μεγάλους πεσμένους βράχους σε νησίδες. Οι φωλιές στην πλειοψηφία είναι μη προσβάσιμες, επομένως οι ενεργές φωλιές εντοπίζονται από συγκεκριμένα σημάδια που αναγνωρίζουν οι ερευνητές. Ανάλογα με τη δυσκολία πρόσβασης και την ασφάλεια εργασίας της κάθε αποικίας, εφαρμόζεται η πιο κατάλληλη από τις τέσσερις παρακάτω μεθόδους απογραφής πληθυσμού:
– Μέθοδος Α: Καταμέτρηση Εμφανώς Κατειλημμένων Θέσεων / Στοών (ΕΚΘ) σε τυχαία επιλεγμένες δειγματοληπτικές επιφάνειες εντός μιας επιλεγμένης περιοχής Natura 2000 για το είδος, όπου έχουν καταγραφεί αποικίες των παραπάνω πελαγικών ειδών. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται σε αποικίες όπου οι βραχώδεις ακτές της νησίδας είναι προσβάσιμες και ασφαλείς για έρευνα.
Δεδομένα που καταγράφονται:
Περίοδος εφαρμογής στο πεδίο:
– Μέθοδος Β: Ηχητική αναπαραγωγή καλεσμάτων σε δειγματοληπτικές επιφάνειες ή συνολικά στις αποικίες εντός μιας επιλεγμένης περιοχής Natura 2000. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια πρωινών επισκέψεων σε αποικίες όπου οι φωλιές βρίσκονται κάτω από ογκόλιθους και είναι δύσκολα προσβάσιμες.
Δεδομένα που καταγράφονται:
Περίοδος εφαρμογής στο πεδίο:
– Μέθοδος Γ: Καταγραφή συγκεντρώσεων στην θάλασσα (Raft counts) πριν και αμέσως μετά τη δύση του ήλιου, σε νησίδες με δύσκολη πρόσβαση σε κάθε προτεινόμενη περιοχή. Τα πελαγικά είδη προσεγγίζουν τις φωλιές τους μόνο τη νύχτα, ενώ πριν επιστρέψουν στη φωλιά τους δημιουργούν μεγάλες συγκεντρώσεις στη θάλασσα (σχεδίες / rafts) κοντά στην ακτή και μέχρι περίπου 3-5 ναυτικά μίλια από την αποικία. Οι συναθροίσεις ή συγκεντρώσεις αυτές μπορούν να αποτελούνται από μερικές δεκάδες, εκατοντάδες ή χιλιάδες άτομα.
– Μέθοδος Δ: Καταγραφή ηχητικής δραστηριότητας η οποία πραγματοποιείται κατά μήκος της ακτογραμμής από πλωτά μέσα. Τα πελαγικά είδη επιστρέφουν στις φωλιές τους κατά τη διάρκεια της νύχτας και εντοπίζουν το ζευγάρι τους με καλέσματα. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια της νύχτας σε αποικίες όπου οι φωλιές βρίσκονται κάτω από ογκόλιθους και απόκρημνους γκρεμούς και είναι δύσκολα προσβάσιμες. Με τη συγκεκριμένη μέθοδο καταγράφεται ο αριθμός καλεσμάτων ανά είδος για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Τα σημεία από τα οποία γίνεται η καταγραφή βρίσκονται σε απόσταση 100-250μ από την ακτή και 200-400μ μεταξύ τους.
Δεδομένα που καταγράφονται:
Περίοδος εφαρμογής στο πεδίο:
iii) Δημογραφικά χαρακτηριστικά πληθυσμών θαλάσσιας ορνιθοπανίδας (D1C3)
Η παρακολούθηση των δημογραφικών χαρακτηριστικών κάθε αποικίας των 5 ειδών πραγματοποιείται με επισκέψεις στις αποικίες κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου του κάθε είδους. Οι βασικές παράμετροι που εκτιμώνται εκφράζουν την αναπαραγωγική επιτυχία κάθε αποικίας:
1) Αιγαιόγλαρος (Larus audouinii)
Η παρακολούθηση των δημογραφικών χαρακτηριστικών θα πραγματοποιείται σε τουλάχιστον 2 επισκέψεις κατά την περίοδο από αρχές Μαΐου έως και μέσα Ιουνίου, στις νησίδες όπου έχει βρεθεί αποικία εντός μιας επιλεγμένης περιοχής παρακολούθησης. Οι επισκέψεις στη νησίδα πραγματοποιούνται με πλωτό μέσο και οι ερευνητές κάνουν καταγραφές εντός της αποικίας για σύντομο χρονικό διάστημα τις πρωινές ή απογευματινές ώρες, αφού πρώτα εντοπιστούν τα όρια της αποικίας. Οι φωλιές μαρκάρονται ώστε να εντοπιστούν και στις επόμενες επισκέψεις.
Δεδομένα που καταγράφονται κατά την επίσκεψη στην αποικία:
2) Θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis desmarestii)
Η παρακολούθηση των δημογραφικών χαρακτηριστικών θα πραγματοποιείται σε επισκέψεις ανά 15-30 ημέρες κατά την περίοδο από το τέλος Φεβρουαρίου έως τα τέλη Μαΐου στις προσβάσιμες φωλιές που έχουν εντοπιστεί εντός μιας επιλεγμένης περιοχής παρακολούθησης. Οι επισκέψεις στην νησίδα πραγματοποιούνται με πλωτό μέσο και οι ερευνητές κάνουν καταγραφές σε κάθε προσβάσιμη φωλιά. Οι επισκέψεις είναι σύντομες και θα πραγματοποιούνται τις πρωινές ή απογευματινές ώρες. Οι φωλιές μαρκάρονται ώστε να εντοπιστούν και στις επόμενες επισκέψεις.
Δεδομένα που καταγράφονται κατά την επίσκεψη στην αποικία:
3) Πελαγικά είδη: Αρτέμης (Calonectris diomedea), Μύχος (Puffinus yelkouan) και Υδροβάτης (Hydrobates pelagicus melitensis)
Η παρακολούθηση των δημογραφικών χαρακτηριστικών των πελαγικών ειδών πραγματοποιείται στις προσβάσιμες φωλιές που έχουν εντοπιστεί εντός μιας επιλεγμένης παρακολούθησης. Η περίοδος και συχνότητα που ακολουθείται για κάθε είδος είναι:
Οι φωλιές μαρκάρονται ώστε να εντοπιστούν και στις επόμενες επισκέψεις.
Δεδομένα που καταγράφονται κατά την επίσκεψη στην αποικία:
iv) Εύρος κατανομής της θαλάσσιας ορνιθοπανίδας (D1C4)
Η αναπαραγωγική κατανομή των θαλασσοπουλιών θα πραγματοποιείται με οπτική καταγραφή των αναπαραγωγικών αποικιών του κάθε είδους στις νησίδες και τις νησιωτικές ακτές των επιλεγμένων περιοχών παρακολούθησης. Ο εντοπισμός των αναπαραγωγικών αποικιών στην περίπτωση του Αιγαιόγλαρου και του Θαλασσοκόρακα γίνεται μέσα από την πλήρη απογραφή της ακτογραμμής της εκάστοτε περιοχής από τη θάλασσα (coastal census) με πλωτό μέσο. Στην περίπτωση των πελαγικών ειδών (Αρτέμης, Μύχος και Υδροβάτης) εκτός από την οπτική αξιολόγηση της καταλληλότητας της ακτογραμμής των νησιών και νησίδων των επιλεγμένων περιοχών Natura 2000, πραγματοποιείται, εφόσον κριθεί αναγκαίο, επιλεκτικά επιτόπια πιστοποίηση και αναζήτηση ενεργών φωλιών ή / και, ακουστικές καταγραφές κατά τη διάρκεια της νύχτας (acoustic surveys) κατά την περίοδο της επώασης του κάθε είδους.
Η κατανομή των ειδών στον θαλάσσιο χώρο καταγράφεται με τη μέθοδο ESAS (European Seabirds at Sea, Tasker et al. 1984), η οποία περιλαμβάνει τη συνεχή καταγραφή των θαλασσοπουλιών που εντοπίζονται στην επιφάνεια της θάλασσας από ερευνητές πάνω από το κατάστρωμα πλοίου ή άλλου σκάφους. Η μέθοδος ESAS πραγματοποιείται σε όλες τις θαλάσσιες περιοχές γύρω από γνωστές αποικίες σε ακτίνα 10χλμ (Αιγαιόγλαρος, Θαλασσοκόρακας), 5χλμ (Μύχος, Αρτέμης, Υδροβάτης) καθώς και σε γνωστές περιοχές τροφοληψίας, μεταναστευτικές στενωπούς και περιοχές όπου συγκεντρώνονται τα πελαγικά είδη εντός των επιλεγμένων περιοχών παρακολούθησης.
i) Περιοχές Παρακολούθησης
Πρόσφατα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν μια ευρεία κατανομή θέσεων αναπαραγωγής της μεσογειακής φώκιας σε όλη την έκταση της παράκτιας και νησιωτικής χώρας, που σχετίζεται με τη διαφαινόμενη πλέον ανάκαμψη του είδους στην Ελλάδα (βλέπε Χάρτη στην Εικόνα Α2).
Χάρτης: Περιοχές αναπαραγωγής της μεσογειακής φώκιας Monachus-monachus στην Ελλάδα. Με κόκκινο χρώμα απεικονίζονται σημαντικές περιοχές με σταθερή ετήσια αναπαραγωγική δραστηριότητα. Με πράσινο χρώμα περιοχές με επιβεβαιωμένη αναπαραγωγική δραστηριότητα (άγνωστης συχνότητας). Με μπλε χρώμα απεικονίζονται περιοχές όπου έχει καταγραφεί η παρουσία νεογέννητων, χωρίς να είναι γνωστό αν το γεγονός αυτό είναι πρόσκαιρο ή μόνιμο – ©ΜΟm
Εικόνα Α2: Κατανομή θέσεων αναπαραγωγής της μεσογειακής φώκιας σε όλη την έκταση της παράκτιας και νησιωτικής χώρας.
Σύμφωνα με το σχετικό κατάλογο του ΦΕΚ 3799B/25-11-2016 και μετά από εξέταση όλων των διαθέσιμων δεδομένων οι ειδικοί επιστήμονες που συμμετέχουν στην εκπόνηση του παρόντος έργου θεώρησαν απαραίτητη τη διαμόρφωση των περιοχών δειγματοληψιών πεδίου ως εξής (πίνακας):
Πίνακας Α8: Κατάλογος κύριων περιοχών συλλογής δεδομένων μεσογειακής φώκιας.
Oι περιοχές δειγματοληψιών πεδίου για τον προσδιορισμό της κατάστασης της μεσογειακής φώκιας στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν έτσι για κυρίως δύο λόγους: α) Την καλύτερη γεωγραφική κατανομή των περιοχών δειγματοληψίας, β) Τη μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητα των περιοχών δειγματοληψίας, όσον αφορά στις επιπτώσεις διαφόρων ανθρωπογενών παραμέτρων (π.χ. ένταση ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, βαθμός ενεργούς διαχείρισης).
Γενικά, η μεθοδολογία που θα χρησιμοποιηθεί παρέχει τη δυνατότητα συλλογής επιστημονικών δεδομένων, τα οποία σε συνδυασμό με ήδη διαθέσιμα δεδομένα προηγούμενων ετών μπορούν να δώσουν μια τεκμηριωμένη και ρεαλιστική εικόνα της κατάστασης διατήρησης (και της εξέλιξής της στον χρόνο) της μεσογειακής φώκιας τόσο σε συγκεκριμένες σημαντικές για το είδος περιοχές αναπαραγωγής του, όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μεθοδολογία που θα χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της κατάστασης διατήρησης της μεσογειακής φώκιας έχει εφαρμοστεί με επιτυχία για σειρά ετών στη χώρα και έχει βασιστεί: α) στα διεθνή πρότυπα μελέτης των πτερυγιόποδων, β) στην προσαρμογή των παραπάνω προτύπων στις εξειδικευμένες ανάγκες της μεσογειακής φώκιας σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του ελληνικού χώρου, γ) στις εθνικές «Προδιαγραφές Υλοποίησης Δράσεων Παρακολούθησης (Monitoring) Πληθυσμών και Οικοτόπων της μεσογειακής φώκιας»,
Η συλλογή των απαραίτητων δεδομένων θα πραγματοποιηθεί μέσω δυο διαφορετικών, αλλά παράλληλων μεθοδολογικών αξόνων: 1) Λειτουργία του Εθνικού Δικτύου Συλλογής Πληροφοριών για τη μεσογειακή φώκια. Η λειτουργία του Εθνικού Δικτύου Συλλογής Πληροφοριών βασίζεται στις παρατηρήσεις ατόμων μεσογειακής φώκιας που πραγματοποιούνται από πολίτες (μη ειδικούς) και οι οποίοι στην ουσία αποτελούν τα «μέλη» του Δικτύου Συλλογής Πληροφοριών. Μέλη του Δικτύου επίσης μπορεί να είναι και φορείς, στους οποίους συχνά αναφέρονται περιστατικά παρατήρησης κάποιου ζώου (π.χ. λιμεναρχεία, τοπικές κτηνιατρικές υπηρεσίες, αλιευτικοί και ναυτικοί σύλλογοι, κ.λπ.), καθώς και πιο συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, που εξαιτίας της δραστηριότητάς τους (π.χ. επαγγελματίες και ερασιτέχνες ψαράδες, ναυτικοί, δύτες κ.λπ.) ή απλά του τόπου κατοικίας είτε εργασίας τους έχουν αυξημένες πιθανότητες να παρατηρήσουν φώκιες. 2) Συστηματική παρακολούθηση της μεσογειακής φώκιας και των βιοτόπων της στο πεδίο (in situ) σε σημαντικές περιοχές αναπαραγωγής του είδους (όπως αναφέρθηκαν παραπάνω). Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιείται σε ετήσια βάση (καθώς το είδος έχει ετήσιο αναπαραγωγικό κύκλο), τόσο με επί τόπου επισκέψεις κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, όσο και με τη χρήση υπέρυθρων συστημάτων εντοπισμού κίνησης και καταγραφής, κατάλληλα τοποθετημένων στα κύρια αναπαραγωγικά «καταφύγια» του είδους.
ii) Θνησιμότητα από παρεμπίπτουσα αλιεία (D1C1)
Για τη συλλογή δεδομένων που αφορούν στη θνησιμότητα θα συλλέγονται συνεχώς πληροφορίες από πολίτες από όλη την επικράτεια που σχετίζονται με τον εντοπισμό νεκρών ζώων. Είτε με επιτόπια νεκροψία είτε με τη μελέτη οπτικοακουστικού υλικού που θα αποστέλλεται, θα γίνεται, όταν είναι εφικτό προσδιορισμός της αιτίας θανάτου και ακολούθως ο υπολογισμός του κριτηρίου D1C1, που σχετίζεται με τη θνησιμότητα του είδους από παρεμπίπτουσα αλιεία.
iii) Αφθονία πληθυσμού Μεσογειακής Φώκιας (D1C2)
Προκειμένου να συλλεχθούν τα δεδομένα που απαιτούνται για τον προσδιορισμό της αφθονίας του πληθυσμού της μεσογειακής φώκιας θα χρησιμοποιούνται υπέρυθρες αυτόματες κάμερες τοποθετημένες σε αναπαραγωγικά καταφύγια της νήσου Γυάρου (GR4220033), στην περιοχή του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Αλοννήσου, Βορείων Σποράδων (GR1430004), στη νήσο Μακρόνησο (GR3000017) και στα αναπαραγωγικά καταφύγια της νήσου Αστακίδας (GR4210011). Με την ανάκτηση των δεδομένων που θα συλλεχθούν από τις κάμερες θα είναι δυνατός ο υπολογισμός του κριτηρίου D1C2.
iv) Δημογραφικά χαρακτηριστικά πληθυσμών Μεσογειακής Φώκιας (D1C3)
Για τον προσδιορισμό του κριτηρίου D1C3, δηλαδή των δημογραφικών χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού μεσογειακής φώκιας, χρησιμοποιείται η ίδια μεθοδολογία που έχει χρησιμοποιηθεί και για τον υπολογισμό του κριτηρίου D1C2 (δηλ. αφθονία πληθυσμού) (βλέπε παραπάνω). Οι τοποθετημένες κάμερες συλλέγουν αδιαλείπτως δεδομένα που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό των κριτηρίων D1C2 και D1C3.
v) Εύρος κατανομής Μεσογειακής Φώκιας (D1C4)
Για τον προσδιορισμό του εύρους κατανομής του είδους, αξιοποιούνται δεδομένα που συλλέγονται μέσω της λειτουργίας του του Εθνικού Δικτύου Συλλογής Πληροφοριών για τη μεσογειακή φώκια σε όλες τις περιοχές μελέτης. Σημαντικό είναι να αναφερθεί πως εκβρασμένα άτομα μεσογειακής φώκιας δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο των ατόμων που προέρχονται από τις περιοχές μελέτης, καθώς η εκτεταμένη σήψη στην οποία βρίσκεται ενδεχομένως ένα ζώο μπορεί να υποδηλώνει πιθανή μεταφορά του στο σημείο ως αποτέλεσμα καιρικών συνθηκών και θαλάσσιων ρευμάτων.
vi) Οικότοπος για το είδος (D1C5)
Ο προσδιορισμός του κριτηρίου D1C5, δηλαδή της κατάστασης του οικότοπου για το είδος, βασίζεται στην αξιολόγηση της κατάστασης των αναπαραγωγικών καταφυγίων (θαλασσίων σπηλαίων κατάλληλης μορφολογίας), καθώς και την αποτίμηση του βαθμού χρήσης τους από τις φώκιες και ιδιαίτερα από την παρουσία μητέρων με τα μικρά τους. Τα δεδομένα συλλέγονται τόσο κατά τη διάρκεια επιτόπιων ελέγχων που πραγματοποιούνται από τους εξειδικευμένους ερευνητές όσο και από την ανάλυση του φωτογραφικού υλικού που συλλέγεται από την εγκατάσταση υπέρυθρων καμερών σε κατάλληλα επιλεγμένες θέσεις των καταφυγίων αναπαραγωγής.
i) Περιοχές Παρακολούθησης
Σύμφωνα με τους κωδικούς των περιοχών Natura 2000, οι περιοχές παρακολούθησης για τις θαλάσσιες χελώνες έχουν ως εξής:
Πίνακας Α9: Περιοχές παρακολούθησης για τις θαλάσσιες χελώνες.
ii) Θνησιμότητα από παρεμπίπτουσα αλιεία (D1C1)
Η παρακολούθηση θα εστιάσει στη συστηματική καταγραφή των εκθαλασσώσεων των θαλάσσιων χελωνών, καθώς η διαπίστωση της αιτίας θανάτου ή τραυματισμού δίνει σημαντικές ενδείξεις για το είδος και την έκταση των απειλών που αντιμετωπίζει στον θαλάσσιο χώρο. Συγκεκριμένα τα νεκρά και τραυματισμένα ζώα θα μετρηθούν, θα φωτογραφηθούν, θα αναγνωριστεί το είδος τους και θα καταγραφούν ενδεχόμενα τραύματα. Στη συνέχεια θα υλοποιηθεί χωρική και χρονική ανάλυση των δεδομένων καθώς και παρακολούθηση των επιπτώσεων των πιέσεων/απειλών.
iii) Αφθονία πληθυσμού θαλάσσιας χελώνας (D1C2)
Για την παρακολούθηση της αφθονίας των πληθυσμών θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta, η εργασία θα επικεντρωθεί στους κυριότερους βιοτόπους αναπαραγωγής του είδους στην Ελλάδα, ήτοι στις παραλίες στον Κόλπο Λαγανά Ζακύνθου, Λακωνικό Κόλπο, Νότιο Κυπαρισσιακό Κόλπο, Κόλπο Ρεθύμνου και Κόλπο Μεσσαράς.
Αναλυτικότερα: Θα γίνεται καταγραφή και παρακολούθηση φωλιών. Σε όλο το μήκος των παραπάνω παραλιών υπό παρακολούθηση θα διεξάγονται παρατηρήσεις από ομάδες έμπειρων ερευνητών προκειμένου να καταγραφούν όλα τα ίχνη των θαλάσσιων χελωνών που εξήλθαν την προηγούμενη νύχτα. Μετά τον ακριβή εντοπισμό του αβγοθαλάμου, οι ακριβείς θέσεις των φωλιών καταγράφονται αφενός με GPS, και αφετέρου με μέτρηση των αποστάσεων από τα πλησιέστερα σταθερά σημεία (markers) που θα έχουν οριστεί πριν την έναρξη της αναπαραγωγικής περιόδου. Σε κάθε φωλιά θα γίνεται σήμανση με μικρή ενημερωτική πινακίδα και θα παρακολουθείται από τους ερευνητές πεδίου μέχρι να ολοκληρωθεί η εκκόλαψή τους. Η παρακολούθηση των φωλιών αφορά στην καταγραφή όλων των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων (απειλών) που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αβγά και την ομαλή επώασή τους, όπως πλημμυρισμός από τη θάλασσα, ποδοπάτημα, θήρευση, διέλευση τροχοφόρου, βροχή κ.λπ. Τα σχετικά στοιχεία θα καταγράφονται σε ειδικά έντυπα και στη συνέχεια θα εισαχθούν σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων. Σημειώνεται ότι αναλόγως των παρατηρούμενων απειλών, θα ληφθούν και τα αντίστοιχα μέτρα προστασίας των φωλιών και των νεοσσών.
Συμπερασματικά, με βάση τα ανωτέρω, θα γίνεται συλλογή των κατωτέρω βασικών αναπαραγωγικών και παραμέτρων σε σχέση με την αφθονία των πληθυσμών, όπως:
iv) Δημογραφικά χαρακτηριστικά πληθυσμών θαλάσσιας χελώνας (D1C3)
Στους ίδιους κυριότερους βιοτόπους αναπαραγωγής του είδους στην Ελλάδα θα επικεντρωθεί η μελέτη των δημογραφικών χαρακτηριστικών της θαλάσσιας χελώνας. Πιο αναλυτικά θα γίνεται καταγραφή και ανάλυση του περιεχομένου των φωλιών, κατά την περίοδο εκκόλαψης, στη διάρκεια της παρατήρησης θα εντοπίζεται η ημερομηνία πρώτης εξόδου νεοσσών (που σηματοδοτεί το πέρας της επώασης της συγκεκριμένης φωλιάς) καθώς και η μετέπειτα εξέλιξη της εξόδου όλων των νεοσσών από τη φωλιά. Επιπλέον, θα διαπιστώνονται ενδεχόμενες απειλές που θε επηρέαζαν την ομαλή μετάβαση των νεοσσών στη θάλασσα (π.χ. θήρευση, αποπροσανατολισμός, ποδοπάτημα, διέλευση τροχοφόρων. Μετά την πάροδο τουλάχιστον δέκα ημερών από την εκκόλαψη της φωλιάς, θα γίνεται εκσκαφή αυτής ώστε να ελέγχεται το περιεχόμενό της και να καθορίζεται (1) ο αριθμός αυγών, (2) η επιτυχία εκκόλαψης (% των αυγών) και (3) η επιτυχία εξόδου νεοσσών από τη φωλιά (% των αυγών). Τα ανωτέρω δεδομένα θα καταγράφονται σε ειδικά έντυπα (Δελτίο Παρακολούθησης Φωλιάς, Δελτίο Εκσκαφών) και στη συνέχεια θα εισάγονται σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων.
Συμπερασματικά, με βάση τα ανωτέρω, θα γίνεται συλλογή των κατωτέρω βασικών αναπαραγωγικών και δημογραφικών παραμέτρων, όπως:
v) Εύρος κατανομής της θαλάσσιας χελώνας (D1C4)
Η παρακολούθηση της κατανομής θαλάσσιων χελωνών Caretta caretta στο θαλάσσιο χώρο γίνεται μέσω καταγραφής των νεκρών και τραυματισμένων ατόμων που εκθαλασσώνοντα σε όλη την επικράτεια. Η παρακολούθηση κατανομής γίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με στόχο την χωρική και χρονική ανάλυση των δεδομένων καθώς και την παρακολούθηση των επιπτώσεων των πιέσεων/απειλών στον πληθυσμό των θαλάσσιων χελωνών. Για τον προσδιορισμό του εύρους κατανομής οι ερευνητές εστιάζουν στην καταγραφή μόνο των προσφάτως νεκρών ή τραυματισμένων ατόμων δεδομένου ότι ο τραυματισμός ή ο θάνατος επήλθε πιθανότατα κοντά στην ακτή εκθαλάσσωσης. Χελώνες που εντοπίζονται νεκρές σε προχωρημένα στάδια αποσύνθεσης είναι πιθανό να προέρχονται από άλλες περιοχές και να εκθαλασσώθηκαν στα συγκεκριμένα σημεία ως αποτέλεσμα των καιρικών συνθηκών και θαλάσσιων ρευμάτων. Στις νεκρές και τραυματισμένες χελώνες που εκθαλασσώνονται, μετράται το μέγεθός τους, φωτογραφίζονται, αναγνωρίζεται το είδος τους και καταγράφονται ενδεχόμενα τραύματα.
vi) Οικότοπος για το είδος (D1C5)
Ο προσδιορισμός του κριτηρίου D1C5, δηλαδή της κατάστασης του οικότοπου για το είδος, επιτυγχάνεται με την καταγραφή των ανωτέρω παραμέτρων παρακολούθησης: Αριθμός και κατανομή φωλιών που αποτέθηκαν και εκκολάφθηκαν, αριθμός και κατανομή φωλιών που καταστράφηκαν και από ποια αιτία, αριθμός αυγών ανά φωλιά, επιτυχία εκκόλαψης αυγών (% των αυγών), επιτυχία εξόδου βιώσιμων νεοσσών (% των αυγών), ωφέλιμη (κατάλληλη για ωοτοκία) επιφάνεια ή ωφέλιμο μήκος παραλίας ωοτοκίας, επιφάνεια ή μήκος επί της παραλίας ωοτοκίας που καταλαμβάνουν αντικείμενα και πρόχειρες κατασκευές επί της παραλίας (κατά διάρκεια της νύχτας) και καταγραφή κωδικοποιημένων πιέσεων/απειλών στο χερσαίο και θαλάσσιο τμήμα της περιοχής αναπαραγωγής.
Η καταγραφή των ανωτέρω παραμέτρων, η σύγκρισή τους με δεδομένα παλιότερων ετών (χρονοσειρές) και η αξιολόγησή τους, θα αναδείξουν την υφιστάμενη κατάσταση του είδους και του οικοτόπου του και θα καθορίσουν τα απαραίτητα διαχειριστικά μέτρα, που θα έχουν στόχο την επίτευξη Καλής Περιβαλλοντικής Κατάστασης του είδους.
i) Κριτήριο D1C1
Όσον αφορά στους Ιχθύες, που στο πλαίσιο της ΟΠΘΣ για πρώτη φορά εξετάζονται σαν «Προστατευόμενα, Ευάλωτα και Απειλούμενα» είδη (ΠΕΑΕ, PETS), κατά την εξαετία 2018-2023 πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από διεθνείς ομάδες εργασίας (JRC-2019, ICES-WKCOFIBYC 2020, GFCM-RPOA-VUL 2023) προκειμένου να καθοριστούν τα είδη που θα εξετάζονται κατά προτεραιότητα καθώς και οι μεθοδολογίες που θα ακολουθούνται για την εκτίμηση των διαφορετικών κριτηρίων.
Για τις οικοπεριοχές του Β.Α. Ατλαντικού το 2022 υιοθετήθηκαν οι κατάλογοι των ιχθύων που καθορίστηκαν από το WKCOFIBYC (και περιλαμβάνουν ευάλωτα (CR, EN, NT, VU, DD) είδη ιχθύων που δεν αποτελούν στόχο των αλιευτικών δραστηριοτήτων, είτε απελευθερώνονται, είτε εκφορτώνονται όταν συλλαμβάνονται σαν παρεμπίπτοντα αλιεύματα (https://ices-library.figshare.com/articles/report/ ICES_Roadmap_for_by-catch_advice_on_ protected_endangered_and_threatened_species /19657167).
Στη Μεσόγειο o σχεδιασμός δειγματοληψίας καθώς και τα πρωτόκολλα που χρησιμοποιούνται για τα ΠΕΑ είδη, ακολουθούν τις συστάσεις της Περιφερειακής Συντονιστικής Ομάδας για τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα (RCG Med & BS 2021). Η πρώτη συνάντηση σχετικά με την «Κατάρτηση Σχεδίου Δράσεων για την παρακολούθηση και το μετριασμό της αλληλεπίδρασης μεταξύ της αλιείας και των ευάλωτων ειδών» στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, διοργανώθηκε από τη Γενική Επιτροπή Αλιείας για τη Μεσόγειο (ΓΕΑΜ) το Φεβρουάριο 2023 (GFCM, υπό έκδοση). Προς το παρόν δεν έχουν οριστικοποιηθεί οι κατάλογοι των ΠΕΑΕ προτεραιότητας ανά υποπεριοχή της Μεσογείου, αλλά ισχύουν για όλες τις ομάδες ΠΕΑΕ (θαλάσσια θηλαστικά, πουλιά, χελώνες, χονδριχθύες και βενθικά ζώα) οι γενικοί κατάλογοι ΠΕΑΕ, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο Πρωτόκολλο του FAO-GFCM (2019) για την παρακολούθηση τυχαίων αλιευτικών συλλήψεων ευάλωτων ειδών στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα.
Στο παραπάνω πρωτόκολλο από πλευράς ιχθύων περιλαμβάνονται μόνο οι χονδριχθύες, οι οποίοι θεωρούνται γενικότερα πολύ πιο ευάλωτοι από τους οστεϊχθύες λόγω των εγγενών βιολογικών χαρακτηριστικών τους (χαμηλή γονιμότητα, αργή ανάπτυξη και γεννητική ωρίμανση) και οι συλλήψεις των οποίων είναι σε μεγάλο βαθμό μη επιδιωκόμενες (Βασιλοπούλου κ.α 2007, Bradai et al. 2018).
Στον επικαιροποιημένο Πίνακα των ευάλωτων ειδών του Κοινοτικού Κέντρου Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (JRC) έχουν επίσης συμπεριληφθεί είδη 4 οικογενειών Kεφαλοπόδων (Loliginidae, Octopodidae, Ommastrephidae, Sepiidae). Εν προκειμένω όμως, και επειδή τα κεφαλόποδα δεν μπορεί να θεωρηθούν παρεμπίπτον αλίευμα, ακόμη και κατά τη χαμηλής επιλεκτικότητας αλιεία με τράτα, οπότε είναι ακόμη πιο δύσκολο να καθοριστούν είδη-στόχοι, αλλά παρ’ όλα αυτά τα κεφαλόποδα συνήθως αποτελούν επιδιωκόμενο αλίευμα, η μελέτη ζητημάτων που αφορούν στον περιγραφέα D1 δεν μπορεί να περιλαμβάνεται στο κριτήριο D1C1. Συνεπώς, η εν λόγω προσπάθεια θα εστιαστεί κυρίως στην εκτίμηση παραμέτρων του κριτηρίου D1C3.
Σχετικά με τα Παρεμπίπτοντα Αλιεύματα Προστατευόμενων Ειδών (ICES-WGBYC, 2020), η διεθνής Ομάδα εργασίας του ICES για που έχει αναλάβει το συντονισμό της συλλογής και ανάλυσης των δεδομένων που υλοποιούνται από τα κράτη μέλη στο Β.Α Ατλαντικό αλλά και στη Μεσόγειο, και πραγματοποιεί ετήσιες προσκλήσεις για τη συγκέντρωση των σχετικών Αλιευτικών Δεδομένων (Data Calls), έχει επισημάνει ότι η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων, επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως για παράδειγμα:
Η πιλοτική εφαρμογή (στο πλαίσιο του προγράμματος Horizon SEAwise και σε άμεση διασύνδεση με τις εκτιμήσεις που γίνονται σε ετήσια βάση στο πλαίσιο του προγράμματος ΟΠΘΣ) των προτεινόμενων διεθνών πρακτικών μελέτης του κινδύνου θνησιμότητας ΠΕΑΕ λόγω παρεμπίπτουσας αλίευσης στην περιοχή του Ιονίου, ανέδειξε την ανεπάρκεια των διαθέσιμων δεδομένων, ιδιαίτερα για είδη που συλλαμβάνονται κατά τη διάρκεια παράκτιων αλιευτικών ενασχολήσεων (GRT, LLS) (Astarloa et al. 2023, ΕΛΚΕΘΕ 2023), λόγω κυρίως:
Στο πλαίσιο επομένως αυτό καθίσταται σαφές ότι οι εκτιμήσεις κινδύνου παρεμπίπτουσας αλίευσης απαιτούν κατάλληλα σχεδιασμένο πρόγραμμα παρακολούθησης σε επίπεδο αλιευτικής πρακτικής (métier), κάτι που θα μπορούσε να επιτρέψει την εφαρμογή των προαναφερόμενων μεθόδων. Σε πρώτη φάση επομένως είναι απαραίτητη η διεξαγωγή πιλοτικής μελέτης σε συνεργασία με τις δράσεις υλοποίησης της παρακολούθησης των αλιευτικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, και κάτω από ολοκληρωμένη προσέγγιση θεώρησης των επιδράσεων στο περιβάλλον από τους δυο αρμόδιους φορείς (ΥΠΕΝ και ΥΠΑΑΤ). Μέχρι τότε ο υπολογισμός του κριτηρίου θα συνεχίσει να διεξάγεται βάσει των δεδομένων που συλλέγονται από το ΕΠΣΑΔ μέσω της δράσης καταγραφής συλλήψεων σε εμπορικά σκάφη, όπως γίνεται μέχρι σήμερα και με τον τρόπο που εμφανίζεται στις ετήσιες εκθέσεις αποτελεσμάτων ΟΠΘΣ.
ii) Κριτήριο D1C3
Πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι υπάρχει κενό στην ΟΠΘΣ στις εκτιμήσεις που αναφέρονται στα κεφαλόποδα σε επίπεδο ΕΕ (Bobowski et al. 2023) και κρίνεται σημαντικό να υπάρξει προσπάθεια αξιολόγησης της κατάστασης πληθυσμών κεφαλόποδων, αρχής γενομένης με το κριτήριο αυτό. Τα είδη αυτά έχουν μικρό κύκλο ζωής, που δυσκολεύει την κατανόηση της επίδρασης της αλιείας στα αντίστοιχα αποθέματα, καθώς και το διαχωρισμό της αλιευτικής θνησιμότητας από τη φυσική θνησιμότητα που «αφανίζει» τον ενήλικο πληθυσμό μετά την αναπαραγωγή. Λόγω της υψηλής ευαισθησίας των κεφαλόποδων στις περιβαλλοντικές συνθήκες, μια αλλαγή στην κατανομή τους θα μπορούσε να υποδηλώνει είτε σημαντική φυσική αλλαγή, είτε ανθρωπογενείς πιέσεις. Επίσης, τα κεφαλόποδα είναι είδη υψηλής κινητικότητας, επομένως, για τα περισσότερα είδη, η γεωγραφική τους κατανομή μπορεί να ποικίλλει από έτος σε έτος, ενώ παράλληλα εκτελούν και οντογενετικές μεταναστεύσεις κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους σχετικές με αναπαραγωγή, συγκέντρωση νεαρών, διατροφή. Καθίσταται λοιπόν σαφής η πολυπλοκότητα του κύκλου ζωής τους και των παραγόντων που τον επηρεάζουν, με αποτέλεσμα η μελέτη της κατάστασης των πληθυσμών τους να είναι ιδιαίτερα δύσκολη.
Σημειώνεται ότι η ένταξη των ειδών κεφαλοπόδων, στο πλαίσιο του Περιγραφέα D1, αρχικά αφορούσε στα είδη του γένους Εledone, για τα οποία εφαρμόζεται κάποιο διαχειριστικό σχέδιο, όπως αναφέρεται στην Εκτελεστική Απόφαση (ΕΕ) 2016/1251 για τη θέσπιση πολυετούς προγράμματος της Ένωσης για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση δεδομένων στους τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας για την περίοδο 2017-2019. Μέχρι σήμερα, η μόνη τακτική αξιολόγηση αποθέματος στα Ευρωπαϊκά νερά αφορά στην παράκτια αλιεία του χταποδιού στις βόρειες ακτές της Ισπανίας (περιοχή Asturias), η οποία απαιτείται για την πιστοποίηση σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Marine Stewardship Council (MSC), και πραγματοποιείται με βάση το μοντέλο εξάντλησης (Depletion model) που περιγράφεται από τους Roa-Ureta et al. (2021). Σε πρόσφατη μελέτη μάλιστα, τα κεφαλόποδα έχουν χαρακτηριστεί ως ένα από τα κενά στην υλοποίηση της ΟΠΘΣ σε επίπεδο ΕΕ, και με βάση τόσο τη σημασία τους σε επίπεδο οικοσυστήματος όσο και από πλευράς αλιείας, υπογραμμίζεται η ανάγκη να συμπεριληφθούν σχετικές εκτιμήσεις ειδικά σε κάποια κριτήρια του D1 (Bobowski et al. 2023).
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό θα καταβληθεί προσπάθεια μελέτης των παραμέτρων που θα είναι δυνατό να εκτιμηθούν από τα δεδομένα των Δράσεων του ΕΠΣΑΔ με έμφαση στη σουπιά και το χταπόδι. Συγκεκριμένα κατά τις δειγματοληψίες ΕΠΣΑΔ, συλλέγονται σε μηνιαία βάση, δεδομένα για το μήκος του μανδύα των κεφαλοπόδων κατά την παρακολούθηση της επαγγελματικής αλιείας από Παρατηρητές του ΕΛΚΕΘΕ. Επίσης, κατά την πειραματική δειγματοληψία ΜΕDITS, η οποία υλοποιείται μια φορά το χρόνο στην αρχή του καλοκαιριού, συλλέγονται δείγματα κεφαλοπόδων που εξετάζονται στο εργαστήριο, όπου καταγράφονται το ατομικό βάρος, μήκος μανδύα, φύλλο, στάδιο γεννητικής ωριμότητας, βάρος γονάδων κ.α. των ειδών Octopus vulgaris (χταπόδι), Sepia officinalis (σουπιά), Loligo vulgaris (θράψαλο) και Illex coindetii (καλαμάρι), τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για την εκτίμηση παραμέτρων του εν λόγω κριτηρίου.
Ειδικά σε ότι αφορά στην εκτίμηση της ηλικίας των κεφαλόποδων, λόγω της μεγάλης διάρκειας της περιόδου αναπαραγωγής και της εισόδου νεαρών ατόμων στον πληθυσμό, θεωρείται μη αξιόπιστη η έμμεση μέθοδος ανάλυσης των μηνιαίων συνθέσεων μεγεθών για την εκτίμηση της ηλικίας. Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης θα γίνει προσπάθεια εκτίμησης της ηλικίας σε επίπεδο 6ετίας, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα ~100 ατόμων ανά περιοχή μελέτης, βάσει των ημερησίων δακτυλίων σε ράμφη.
Τέλος, με βάση κυρίως τη χρονοσειρά δεδομένων MEDITS θα καταβληθεί προσπάθεια εκτίμησης παραμέτρων που αφορούν στα κριτήρια D1C2 και D1C4. Εξ αιτίας όμως των προκλήσεων που περιλαμβάνει η προσπάθεια αυτή αναφορικά με τα υπάρχοντα δεδομένα και τους παράγοντες που όπως προαναφέρθηκε επηρεάζουν τον κύκλο ζωής τους και την κατάσταση του πληθυσμού, και επομένως την αφθονία και κατανομή τους, χωρίς να μπορεί να διαχωριστούν οι ανθρωπογενείς από τις φυσικές/κλιματικές πιέσεις, είναι πιθανόν τα αποτελέσματα να έχουν υψηλά επίπεδα αβεβαιότητας. Για το λόγο αυτό τα κριτήρια αυτά δεν παρουσιάζονται ξεχωριστά, και η εν λόγω προσέγγιση θα έχει πιλοτικό χαρακτήρα, αναμένεται όμως να δώσει πληροφορίες σχετικά με χωροχρονικά πρότυπα αφθονίας και κατανομής των υπό μελέτη ειδών κεφαλόποδων. Επιπλέον, από τα δεδομένα παρατηρητών επί εμπορικών σκαφών, τα στοιχεία των συλλήψεών τους από διαφορετικές αλιευτικές ενασχολήσεις, θα συμβάλλουν με χρήσιμες πληροφορίες αναφορικά τουλάχιστον με τις ασκούμενες αλιευτικές πιέσεις σε επί μέρους περιοχές της χώρας.
i) Συγκεντρώσεις χλωροφύλλης-α στο θαλασσινό νερό
Η χλωροφύλλη-α αποτελεί τον κύριο δείκτη βιομάζας του φυτοπλαγκτού. Οι δειγματοληψίες για την χλωροφύλλη-α πραγματοποιούνται σε «πρότυπα» βάθη κατανεμημένα στην εύφωτη ζώνη της υδάτινης στήλης (2, 10, 20, 50, 75, στο DCM (Deep Chlorophyll Maximum) και κοντά στον πυθμένα). Η συλλογή του θαλασσινού νερού θα γίνει µε δειγματολήπτες τύπου NISKIN, χωρητικότητας 12 λίτρων σε σύστημα αυτόματης δειγματοληψίας (Rosette sampler) της εταιρίας General Oceanics, προσαρμοσμένο σε αυτογραφικό όργανο CTD τύπου SBE-9. Για τον προσδιορισμό των συγκεντρώσεων χλωροφύλλης-α ανά δείγμα, θα γίνει διήθηση ορισμένου όγκου νερού (συνήθως 2 λίτρα ή και περισσότερα ανάλογα µε τη τροφική κατάσταση κάθε σταθμού) µε ηθμούς Whatman GF/F. Οι ηθμοί θα διατηρούνται σε ξηρό περιβάλλον στο σκοτάδι σε θερμοκρασία -20οC. Ο προσδιορισμός της συγκέντρωσης της χλωροφύλλη- α θα γίνει µε φθορισίµετρο TURNER 00-AU-10 σύμφωνα µε τη µέθοδο Holm-Hansen et al., 1965 και EPA Method 445.0.
Η χλωροφύλλη-α του φυτοπλαγκτού παραμένει ο πιο διαδεδομένος οικολογικός δείκτης εκτίμησης στο πελαγικό οικοσύστημα στη Μεσόγειο και τις άλλες ευρωπαϊκές θάλασσες, χάρη στην ευρέως διαδεδομένη, εύκολη, γρήγορη και οικονομική μεθοδολογία που ακολουθείται για την ανάλυσή της, που παράγει απόλυτα συγκρίσιμα αποτελέσματα. Για την εκτίμηση της ΚΠΚ στο θαλάσσιο οικοσύστημα χρησιμοποιείται η κλίμακα ποιότητας της χλωροφύλλης-α, όπως διαμορφώθηκε στα πλαίσια εφαρμογής της ΟΠΥ μετά την ολοκλήρωση της 3ης άσκησης διαβαθμονόμησης για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των παράκτιων νερών της Μεσογείου (Mediterranean Geographical Intercalibration Group MEDGIG, βλ. Παράρτημα απόφασης EE 2018/229). Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα παράκτια Μεσογειακά ύδατα διαφοροποιούνται σε τρεις τύπους ανάλογα µε τα επίπεδα επίδρασης των εισροών γλυκών νερών (διαχωρισµός µόνο για το στοιχείο του φυτοπλαγκτού/χλωροφύλλης). Κάθε τύπος υιοθετεί διαφορετικά όρια µμεταξύ των κλάσεων όσο αφορά στα επίπεδα της χλωροφύλλης-α. Συγκεκριμένα ο τύπος υδάτων της ανατολικής Μεσογείου ΙΙΙ-Ε αντιστοιχεί στην Ελλάδα και χαρακτηρίζεται από τη μη επιρροή από γλυκά νερά (μέσες ετήσιες τιμές αλατότητας > 37.5). Οι συνθήκες αναφοράς και τα όρια για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης με βάση τη βιομάζα του φυτοπλαγκτού (χλωροφύλλη-α, Chl-a μg/L) δίνονται στον επόμενο πίνακα:
Πίνακας Α1: Κλίμακα ποιότητας για χλωροφύλλη-α σύμφωνα με ΕΕ/2018/229.
ii) Φυτοπλαγκτόν
Οι δειγματοληψίες νερού για τους πληθυσμούς του φυτοπλαγκτού πραγματοποιούνται ταυτόχρονα με τη συλλογή νερού για τις αναλύσεις της χλωροφύλλης-α, σε «πρότυπα» βάθη κατανεμημένα στην εύφωτη ζώνη της υδάτινης στήλης (2, 10, 20, 50, 75 και 100m). Η συλλογή του θαλασσινού νερού θα γίνει µε δειγματολήπτες τύπου NISKIN, χωρητικότητας 10 λίτρων σε σύστημα αυτόματης δειγµατοληψίας (Rosette sampler) της εταιρίας General Oceanics, προσαρµοσµένο σε αυτογραφικό όργανο CTD τύπου SBE-9. Το φυτοπλαγκτό θα αναλυθεί σύμφωνα με την μέθοδο Utermöhl (1958), με προσθήκη 1ml ιωδιούχου διαλύματος Lugol σε 100ml δείγματος. Τα δείγματα θα διατηρηθούν στο σκοτάδι σε θερμοκρασία 4οC. Η ανάλυση θα γίνει σε ειδικούς σωλήνες καθίζησης των 25ml ή 50ml (ανάλογα με την πυκνότητα του δείγματος), όπου το δείγμα θα παραμένει για 48 ώρες και κατόπιν θα εξετάζεται σε ανάστροφο μικροσκόπιο OLYMPUS IX70 εξοπλισμένο με σύστημα ανάλυσης εικόνας Image Pro. Τα δείγματα θα αναλυθούν ποιοτικά (είδος κυττάρων ανά δείγμα) και ποσοτικά (αριθμός κυττάρων ανά λίτρο θαλ. νερού, κυτ./ L-1) για τον προσδιορισμό των ειδών των κυριότερων φυτοπλαγκτονικών ομάδων (διάτομα, δινομαστιγωτά, κοκκολιθοφόρα, κυανοφύκη, μαστιγωτά>5μm, κρυπτοφύκη, πρασινοφύκη, ευγληνοφύκη) και της παρουσίας κυττάρων<5μm, των οποίων η καταμέτρηση δεν είναι ακριβής με την παρούσα μεθοδολογία και γίνεται ξεχωριστά όταν χρειάζεται σε μικροσκόπιο επιφθορισμού. Σε κάθε σταθμό επισημαίνεται η παρουσία δυνητικά τοξικών μορφών.
Η αναγνώριση των φυτοπλαγκτονικών ειδών γίνεται σύμφωνα με τους Cupp (1943), Hoppenrath et al. (2009), Avancini et al. (2006), Bernard –Therriault et al. (1999), Lassus (1980), Rampi & Bernhard (1981), Tomas (1997), Tregouboff & Rose (1957).
Τα ανωτέρω πραγματοποιούνται ακολουθώντας τις προδιαγραφές που θέτει η 848/2017/ΕΕ για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση του στοιχείου «φυτοπλαγκτόν» σε σχέση κυρίως με τα σχετικά κριτήρια των Περιγραφέων D1, D4, D5:
1) Η σύνθεση των ειδών νοείται ότι αναφέρεται στο χαμηλότερο ταξινομικό επίπεδο που είναι κατάλληλο για αξιολόγηση,
2) Οι τροφικές ομάδες που επιλέγονται σύμφωνα με τα στοιχεία κριτηρίων του D4 λαμβάνουν υπόψη τον κατάλογο τροφικών ομάδων που προτείνονται από διεθνείς οργανισμούς και πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) περιλαμβάνουν τουλάχιστον τρεις τροφικές ομάδες, ·β) οι δύο θα πρέπει να είναι τροφικές ομάδες μη αποτελούμενες από ιχθύες, γ) τουλάχιστον μία θα πρέπει να αποτελεί πρωτογενή παραγωγό, δ) κατά προτίμηση να αναπαριστά τουλάχιστον την κορυφή, τη μέση και τη βάση της τροφικής αλυσίδας.
Επιπλέον στα πλαίσια του Περιγραφέα D4 εκτός από τη σύνθεση και σχετική αφθονία των ειδών, την ολική αφθονία και βιομάζα επιλεγμένων τροφικών ομάδων του φυτο, μελετάται και η κατανομή των μεγεθών μεταξύ των διαφόρων τροφικών ομάδων. Ωστόσο, πρέπει να αναφερθεί ότι στην παρούσα φάση, γενικά δείκτες που αναφέρονται στο πλαγκτονικό τροφικό πλέγμα και χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της κατάστασης των ευρωπαϊκών θαλασσών βρίσκονται γενικότερα σε στάδιο διερεύνησης και σε μη-επιχειρησιακό στάδιο ανάπτυξης. Στόχος και στο παρόν πρόγραμμα είναι η συλλογή δεδομένων και η δημιουργία χρονοσειρών για τη συσχέτιση της σχετικής αφθονίας και βιομάζας βασικών ομάδων του πλαγκτού, και η εφαρμογή δεικτών βάσει διάρθρωσης μεγεθών, δομικών και λειτουργικών χαρακτηριστικών (αυτότροφα vs. ετερότροφα), οι οποίοι θα δώσουν μια εικόνα για τη λειτουργία και τη δομή της πλαγκτονικής κοινότητας και την εκτίμηση της περιβαλλοντικής κατάστασης στις ελληνικές θάλασσες. Η καταμέτρηση και ο υπολογισμός του μεγέθους των κυττάρων θα γίνεται επίσης στο ανάστροφο μικροσκόπιο με τη χρήση ανάλυσης εικόνας IMAGE PRO, με σκοπό την εκτίμηση του βιοόγκου των πληθυσμών διατόμων, δινομαστιγωτών, κοκκολιθοφόρων.
Παράλληλα με τις μετρήσεις στο μικροσκόπιο δείγματα πικο, νανο και μικροπλαγκτού θα αναλυθούν in situ (στο πλοίο), αλλά στην συνέχεια και στο εργαστήριο μικροβιακής και πλαγκτονικής οικολογίας, με τον κυτταρομετρητή CytoSense Benchtop Flow Cytometer, εξοπλισμένο με 2 laser (με μήκος κύματος διέργεσης 488 nm και 596nm, 150mW). Κάθε κύτταρο θα περιγράφεται σύμφωνα με τα ιδιαίτερα οπτικά χαρακτηριστικά του: σκέδαση γωνίας (sideward angle scatter_SWS), εμπρός σκέδαση (forward scatter _FWS) κίτρινος/πράσινος φθορισμός (FLY_Fluor 1), κόκκινος φθορισμός (FLR_Fluor 2). Με τον κυτταρομετρητή θα αναλυθεί ένα ευρύ φάσμα κυττάρων από 1μm έως ~ 1mm με τη χρήση μικροσφαιριδίων διαμέτρου από 1 έως 10μm (Cyto-Cal™, Polybead®). Τα δείγματα θα αναλυθούν με το λογισμικό CYTOClus και η ταξινόμηση των κυττάρων σε ομάδες θα γίνει και με τη χρήση κάποιων μαθηματικών παραμέτρων που σχετίζονται με τον φθορισμό των κυττάρων καθώς και το εύρος και τη μορφή των οπτικών σημάτων των κυττάρων (όπως η αδράνεια, ασσυμετρία, αριθμός κορυφών, μήκος, προφανές μέγεθος (Dubelaar et al., 2004). Όλες αυτές οι ιδιότητες θα σχεδιαστούν σε σύστημα δύο αξόνων που θα διευκολύνει τον προσδιορισμό των κυττάρων με παρόμοιες ιδιότητες.
Βασικός σκοπός κατά τον εξαετή αυτό κύκλο είναι η διαβαθμονόμηση των μετρήσεων του κυτταρομετρητή με τις αντίστοιχες του μικροσκοπίου που θα μας επιτρέψει τη γρήγορη καταγραφή των πικο, νανο και μικροπλαγκτονικών ομάδων με όσο γίνεται μεγαλύτερη χωρική και χρονική κατανομή. με σκοπό να εξεταστούν βασικές τροφικές ομάδες, αυτότροφα και ετερότροφα (Κey Functional GroupsTypes-KFGTs), για την εκτίμηση της δομής και λειτουργίας και των θαλάσσιων τροφικών πλεγμάτων.
H αφθονία και βιομάζα βασικών ομάδων του φυτοπλαγκτού (όπως για παράδειγμα η παρουσία, ο λόγος δινομαστιγωτών και διατόμων, η σχετική αφθονία και βιομάζα νανοφυτοπλαγκτονικών οργανισμών και διατόμων) αποτελούν δείκτη της ποιότητας και ποσότητας της διαθέσιμης τροφής στο θαλάσσιο τροφικό πλέγμα για τα ανώτερα τροφικά επίπεδα και δείκτης συνεπώς ενός υγιούς τροφικού πλέγματος.
Σε σχέση με τη βιοποικιλότητα του φυτοπλαγκτού πρέπει να αναφερθεί ότι ο αριθμός των δεικτών βιοποικιλότητας του φυτοπλαγκτού που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της κατάστασης των ευρωπαϊκών θαλασσών γενικότερα είναι μεγάλος, αλλά οι περισσότεροι βρίσκονται ακόμα σε μη επιχειρησιακό στάδιο ανάπτυξης ή χωρίς προσδιορισμένα όρια (Maggliozzi et al. 2021a,b, 2023). Διάφοροι δείκτες βιοποικιλότητας του φυτοπλαγκτού έχουν προταθεί και για την αποτύπωση της κατάστασης του θαλάσσιου περιβάλλοντος της Μεσογείου (Cozzoli et al. 2017, Varkitzi et al. 2018, Francé et al. 2021). Για τους συγκεκριμένους δείκτες δεν υπάρχουν ακόμα προσδιορισμένα όρια για την εκτίμηση της ΚΠΚ σε εθνικό ή μεσογειακό επίπεδο, καθώς είναι μία έρευνα σε εξέλιξη, συνεπώς εδώ θα ακολουθηθεί η μεθοδολογία της εκτίμησης με βάση το κριτήριο των ειδικών (expert judgment). Oι δείκτες ποικιλότητας του φυτοπλαγκτού που χρησιμοποιούνται ευρέως και στη παρούσα μελέτη είναι: H’=δείκτης Shannon-Wiener, S’=δείκτης Simpson, d=δείκτης Margalef, καθώς και οι δείκτες ομοιομορφίας του φυτοπλαγκτού: J’=δείκτης Pielou, Sh’=δείκτης Sheldon.
Για την εκτίμηση του μικροζωοπλαγκτού (αφθονία, είδη) όσον αφορά στον Περιγραφέα D1 και του κριτηρίου D4C1, δειγματοληψίες νερού θα πραγματοποιηθούν ταυτόχρονα με τη συλλογή νερού για τις αναλύσεις της χλωροφύλλης-α και του φυτοπλαγκτού σε τέσσερα (4) πρότυπα βάθη κατανεμημένα στην εύφωτη ζώνη της υδάτινης στήλης (2, 20, 50, και 100m). Η συλλογή του θαλασσινού νερού γίνεται µε δειγματολήπτες τύπου NISKIN, (Rosette sampler, General Oceanics, προσαρμοσμένο σε αυτογραφικό όργανο CTD τύπου SBE-9). Τα δείγματα συντηρούνται με όξινο διάλυμα ιωδιούχου διαλύματος Lugol και η ανάλυση θα γίνει σύμφωνα με την μέθοδο Utermöhl (1958), σε ειδικούς σωλήνες καθίζησης των 50 ή 100 ml (ανάλογα με την πυκνότητα του δείγματος), όπου το δείγμα παραμένει για 48 ώρες και κατόπιν εξετάζεται σε ανάστροφο μικροσκόπιο OLYMPUS IX70, εξοπλισμένο με σύστημα ανάλυσης εικόνας Image Pro. Τα δείγματα αναλύονται ποσοτικά για την εκτίμηση της αφθονίας (αριθμός κυττάρων ανά λίτρο θαλ. νερού, κυτ. L-1) καθώς και ποιοτικά (είδος κυττάρων ανά δείγμα) για τον προσδιορισμό ειδών βλεφαριδωτών.
Επιπλέον γιά τις ανάγκες του κριτηρίου D4C2, κατά την μικροσκοπική παρατήρηση των πληθυσμών μικροζωοπλαγκτού που θα έχουν συλλεχθεί ως ανωτέρω, θα γίνεται καταμέτρηση και του μεγέθους των κυττάρων (στο μικροσκόπιο με τη χρήση ανάλυσης εικόνας IMAGE PRO) με σκοπό την εκτίμηση του βιοόγκου και ταυτόχρονα εκτίμηση της βιομάζας των πληθυσμών των βλεφαριδωτών.
Παράλληλα με τις μετρήσεις στο μικροσκόπιο δείγματα μικροζωοπλαγκτού θα αναλυθούν in situ (στο πλοίο), αλλά στην συνέχεια και στο εργαστήριο μικροβιακής και πλαγκτονικής οικολογίας, με τον κυτταρομετρητή CytoSense Benchtop Flow Cytometer, εξοπλισμένο με 2 laser (με μήκος κύματος διέγερσης 488 nm και 596nm, 150mW), όπως αναφέρθηκε για το φυτοπλαγκτόν. Υπενθυμίζετα ότι κάθε κύτταρο θα περιγράφεται σύμφωνα με τα ιδιαίτερα οπτικά χαρακτηριστικά του: σκέδαση γωνίας (sideward angle scatter_SWS), εμπρός σκέδαση (forward scatter _FWS) κίτρινος/πράσινος φθορισμός (FLY_Fluor 1), κόκκινος φθορισμός (FLR_Fluor 2). Με τον κυτταρομετρητή θα αναλυθεί ένα ευρύ φάσμα κυττάρων από 1μm έως ~ 1mm με τη χρήση μικροσφαιριδίων διαμέτρου από 1 έως 10μm (Cyto-Cal™, Polybead®). Τα δείγματα θα αναλυθούν με το λογισμικό CYTOClus και η ταξινόμηση των κυττάρων σε ομάδες θα γίνει με και τη χρήση κάποιων μαθηματικών παραμέτρων που σχετίζονται με τον φθορισμό των κυττάρων καθώς και το εύρος και τη μορφή των οπτικών σημάτων των κυττάρων (όπως η αδράνεια, ασσυμετρία, αριθμός κορυφών, μήκος, προφανές μέγεθος (Dubelaar et al., 2004). Όλες αυτές οι ιδιότητες θα σχεδιαστούν σε σύστημα δύο αξόνων που θα διευκολύνει τον προσδιορισμό των κυττάρων με παρόμοιες ιδιότητες.
Όπως προαναφέρθηκε, βασικός σκοπός κατά τον εξαετή αυτό κύκλο είναι η διαβαθμονόμηση των μετρήσεων του κυτταρομετρητή με τις αντίστοιχες του μικροσκοπίου που θα μας επιτρέψει τη γρήγορη καταγραφή των πικο, νανο και μικροπλαγκτονικών ομάδων με όσο γίνεται μεγαλύτερη χωρική και χρονική κατανομή. με σκοπό να εξεταστούν βασικές τροφικές ομάδες, αυτότροφα και ετερότροφα (Κey Functional Groups Types-KFGTs), για την εκτίμηση της δομής και λειτουργίας των θαλάσσιων τροφικών πλεγμάτων. Η σχετική αφθονία και βιομάζα βλεφαριδωτών αλλά και νανοφυτοπλαγκτονικών οργανισμών και διατόμων, η σχετική αφθονία ομάδων του μεσοζωοπλαγκτού κωπήποδα, κλαδοκεραιωτά) αποτελούν δείκτης της ποιότητας και ποσότητας της διαθέσιμης τροφής στο θαλάσσιο τροφικό πλέγμα για τα ανώτερα τροφικά επίπεδα και συνεπώς δείκτη ενός υγιούς τροφικού πλέγματος.
Τέλος, για τις ανάγκες του κριτηρίου D4C3, θα γίνει εκτίμηση στο εργαστήριο της διάρθρωσης των μεγεθών και του μικροζωοπλαγκτού βάσει των μετρήσεων του κυτταρομετρητή CYTOSENSE σε συνεκτίμηση με τις μικροσκοπικές παρατηρήσεις και την ανάλυση εικόνας σε ανάστροφο μικροσκόπιο OLYMPUS IX-70-Image PRO analysis.
Η διάρθρωση των μεγεθών ενός πληθυσμού και τα κλάσματα μεγέθους του πλαγκτού είναι ένα κοινό εργαλείο για τη μελέτη της δομής της κοινότητας και του οικοσυστήματος των υδάτινων περιβαλλόντων (Rodríguez et al. 1987, Chisholm 1992, Cavender-Bares et al. 2001, Garmendia et al. 2011, Abigail McQuatters-Gollop et al. 2024) και μπορούν να δώσουν σημαντική πληροφορία για την δομή των τροφικών πλεγμάτων και τους βιογεωχημικούς κύκλους στην θάλασσα με στόχο την εκτίμηση της περιβαλλοντικής κατάστασης και της ροής της ύλης και ενέργειας στα ανώτερα τροφικά επίπεδα, μέχρι τα ψάρια.
Η συλλογή δειγμάτων μεσοζωοπλαγκτού θα γίνονται με κατακόρυφες κάθετες σύρσεις, σε διακριτά βάθη της επιπελαγικής ζώνης (0-50, 50-100, 100-200m) ανάλογα με το βάθος του κάθε σταθμού, από τον πυθμένα ως την επιφάνεια με δίχτυ WP2 (διάμετρος 57cm) ανοίγματος ματιού πόρου 200μm. Για τη συντήρηση και μεταφορά του υλικού στο εργαστήριο θα χρησιμοποιείται διάλυμα φορμόλης 4% ουδετεροποιημένης με βόρακα. Κάθε δείγμα θα χωρίζεται σε δύο ίσα μέρη, από τα οποία το ένα θα χρησιμοποιείται για την ποσοτική εκτίμηση της αφθονίας (αριθμός ατόμων ανά m3) και ποιοτική ανάλυση (σύνθεση σε ομάδες, γένη και είδη), ενώ το άλλο μέρος θα χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της βιομάζας (mg ξηρού βάρους ανά m3).
Για τη λειτουργική ομάδα των Κωπηπόδων και των Κλαδοκεραιωτών θα υπολογιστούν ανά σταθμό δειγματοληψίας:
(α) Ο δείκτης πλούτου των ειδών (species richness), ως ο λόγος του αριθμού των ειδών προς το αριθμό των ατόμων ανά σταθμό δειγματοληψίας,
(β) Ο δείκτης ποικιλότητας των Shannon-Weaver (H΄) index (S1):
όπου, pi = ni/N, ni= αριθμός ατόμων του ith είδους, N= ολικός αριθμός ατόμων s=αριθμός ειδών
(γ) ο δείκτης ( κυριαρχίας) του Simpson (D):
όπου, n = o ολικός αριθμός ατόμων ενός είδους, N= ολικός αριθμός ατόμων όλων των ειδών
Ο υπολογισμός των παραπάνω δεικτών θα γίνει είτε σε περιβάλλον R language με χρήση της “vegan” library (R Development Core Team, 2013) είτε με τη χρήση του λογισμικού PRIMER.
Επίσης, θα υπολογισθεί το μέσο μέγεθος ζωοπλαγκτού προς συνολικό απόθεμα (Zooplankton mean size vs. total stock – MSTS). Αντιπροσωπεύει έναν συνθετικό περιγραφέα που συνδυάζει τη δομή τη κοινότητας του ζωοπλαγκτού (από το Μέσο Μέγεθος) και το μέγεθος του αποθέματος (από το TZA ή το TZB). Το Μέσο Μέγεθος ζωοπλαγκτού (MeanSize) παρουσιάζεται ως λόγος μεταξύ της συνολικής αφθονίας του ζωοπλαγκτού (TZA) προς τη συνολική του βιομάζα (TZB). Οι μετρήσεις συμπληρώνονται με μια απόλυτη μέτρηση του συνολικού αποθέματος ζωοπλαγκτού του κάθε δείγματος – είτε με τη χρήση του TZA είτε του TZB – για την παροχή ενός δισδιάστατου δείκτη MSTS (Μέσο μέγεθος και συνολικό αποθεματικό), σε σύστημα δύο αξόνων. Πράγματι, το άφθονο ζωοπλαγκτόν με υψηλό μέσο ατομικό μέγεθος περιγράφει ταυτόχρονα ευνοϊκές συνθήκες τροφοδοσίας των ψαριών, καθώς και υψηλή δυνατότητα βόσκησης από το ίδιο το ζωοπλαγκτόν. Όλοι οι άλλοι συνδυασμοί αποθέματος ζωοπλαγκτού και ατομικών μεγεθών θα είναι λιγότερο κατάλληλοι και θα συνεπάγονται περιορισμούς σε επίπεδο τροφικού πλέγματος, όσον αφορά στη μεταφορά ενέργειας από πρωτογενείς παραγωγούς σε υψηλότερα τροφικά επίπεδα και φτωχότερη διαθεσιμότητα τροφής για τα πλαγκτονοφάγα ψάρια (HELCOM 2013).
i) Μη αυτόχθονα είδη φυτοβένθους
Τα πρωτογενή δεδομένα παρουσίας και αφθονίας ειδών φυτοβένθους (αφορά κυρίως στο κριτήριο D6C5), που θα συγκεντρωθούν στα πλαίσια της ΟΠΥ και της ΟΠΘΣ και του ΕΠΣΑΔ θα διασταυρωθούν με το ηλεκτρονικό μητρώο μη αυτόχθονων ειδών ELNAIS (www.elnais.gr), την ευρωπαϊκή βάση δεδομένων EASIN (https://alien.jrc.ec.europa.eu/easin), καθώς και με την πρόσφατη ταξινομική βιβλιογραφία. Το σύνολο δεδομένων παρουσίας νέων μη αυτόχθονων ειδών, καθώς και των μεταβολών στην γεωγραφική τους διασπορά και επικράτηση μη αυτόχθονων ή/και χωροκατακτητικών ειδών που θα προκύψει θα εκτιμάται στο επίπεδο των Περιοχών Εκτίμησης (MRUs).
Οι δειγματοληψίες για την καταγραφή μη αυτόχθονων ειδών φυτοβένθους (Περιγραφέας D2) θα επικεντρωθούν σε περιοχές «στρατηγικής σημασίας» για την είσοδο και εξάπλωσή των ξενικών ειδών πχ στο Νότιο Αιγαίο, την Κρήτη, τη Ρόδο.
Παρακολουθούνται:
– Ο αριθμός μη αυτόχθονων ειδών φυτοβένθους (θαλάσσια αγγειόσπερμα, μακροφύκη),
– Ο συνολικός αριθμός νέων μη αυτόχθονων ειδών.
Συγκεκριμένα, προσδιορίζονται διερευνητικά τα ποσοστά: (α) επικράτησης στην τοπική βιοκοινότητα βάσει της σχετικής αφθονίας του κάθε ξενικού είδους και (β) γεωγραφικής εξάπλωσης βάσει της παρουσίας τους στις Περιοχές Εκτίμησης (MRUs). Η γεωγραφική εξάπλωση δίνεται ως ποσοστό παρουσίας σε σύγκριση του συνόλου σταθμών παρακολούθησης στην εκάστοτε Περιοχή Εκτίμησης (MRU).
ii) Μακροφύκη
Γενικά:
Τα δεδομένα (για την σύνθεση των ειδών και σχετική αφθονία ή κατανομή) για τις ανάγκες των περιγραφέων D5 (αφθονία καιροσκοπικών μακροφυκών) και D6 (κυρίως D6C5) θα παρέχονται από το δίκτυο παράκτιων σταθμών της ΟΠΥ, και θα συλλέγονται από τα δίκτυα παρακολούθησης φυτοβένθους της ΟΠΘΣ.
Μέθοδοι & Βιοτικοί δείκτες:
Τα δείγματα των μακροφυκών θα συλλεχθούν με ελεύθερη κατάδυση από σχεδόν οριζόντιες επιφάνειες βραχώδους υποστρώματος στην ανώτερη υποπαράλια ζώνη, δηλαδή σε βάθος 0-1m από την κατώτατη στάθμη της θάλασσας. Θα εφαρμόζεται είτε καταστρεπτική (συμβατική) δειγματοληψία, στην οποία θα πραγματοποιείται πλήρης αποψίλωση των μακροφυκών από πλαίσιο επιφάνειας 20x20cm, είτε μη καταστρεπτική (φωτογραφική) δειγματοληψία (Σαλωμίδη 2009) με χρήση ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής Olympus Tough TG-5 σε στεγανή υποβρύχια θήκη, με σταθερά προσαρτημένο πλαίσιο επιφάνειας 21 x 30 cm.
Τα καταστρεπτικά δείγματα που θα συλλεχθούν στο πεδίο θα αποθηκευτούν σε συνθήκες κατάψυξης (-20°C) μέχρι την περαιτέρω επεξεργασία τους στο Εργαστήριο Φυτοβένθους του ΕΛΚΕΘΕ. Η μελέτη και η αναγνώριση των ταξινομικών μονάδων (taxa) των μακροφυκών θα πραγματοποιηθεί με χρήση στερεοσκοπίου OLYMPUS SZX10 και μικροσκοπίου OLYMPUS BX43 και θα βασιστεί σε σύγχρονους χλωριδικούς καταλόγους.
Η μέτρηση της κάλυψης του υποστρώματος από μακροφύκη στα συμβατικά δείγματα θα γίνει σύμφωνα με τον Boudouresque (1971). Κατά τη διαδικασία αυτή, γίνεται η διαλογή των οργανισμών σε κάθε δείγμα και η μερική επιφάνεια κάλυψης κάθε είδους (Ri) σε κάθετη προβολή ποσοτικοποιείται ως επί τοις εκατό κάλυψη στο σύνολο της επιφάνειας δειγματοληψίας (4 cm2 = 1% της επιφάνειας δειγματοληψίας). Για τα είδη με ασήμαντη κάλυψη θα δίνεται η συμβατική τιμή 0,1%. Η ολική κάλυψη (ΣRi) συνήθως υπερβαίνει το 100%, λόγω της παρουσίας πολλών ορόφων βλάστησης (δενδρώδης όροφος, θαμνώδης όροφος και επίφυτα).
Για τη μέτρηση της κάλυψης στα φωτογραφικά δείγματα θα ακολουθηθεί η μεθοδολογία ΠΟΚΕΤ (Σαλωμίδη 2009). Συγκεκριμένα, θα χρησιμοποιηθεί το Λογισμικό Adobe Photoshop, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα ψηφιακής επικάλυψης εικόνας με κάνναβο (grid), υποδιαιρούμενο σε 100 επιμέρους μονάδες επιφανείας. Συνεπώς, για κάθε ταξινομική μονάδα θα υπολογιστεί η επί τοις εκατό κάλυψη στο σύνολο της επιφάνειας δειγματοληψίας (φωτογραφικό κάδρο). Για τα είδη με ασήμαντη κάλυψη θα δοθεί η συμβατική τιμή 0,1%.
Ανεξάρτητα της μεθόδου (καταστρεπτικής ή μη καταστρεπτικής), όπου η αναγνώριση σε επίπεδο είδους δεν είναι δυνατή, τα μακροφύκη θα αναγνωρίζονται σε επίπεδο γένους ή σε επίπεδο ανώτερων ταξινομικών μονάδων (taxa).
Η εναλλαγή μεταξύ καταστρεπτικής και μη καταστρεπτικής δειγματοληψίας πυροδοτήθηκε λόγω των ακραίων φαινομένων υποχώρησης της θαλάσσιας δασώδους βλάστησης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια (Lardi et al., 2022 ). Η υποθαλάσσια δασώδης βλάστηση αποτελεί την καταληκτική βιοκοινωνία (climax community – Pérès & Picard, 1964 ) της ανώτερης υποπαράλιας ζώνης στις «αδιατάρακτες» Μεσογειακές ακτές και έχει υψηλή οικοσυστημική αξία, καθώς επιδρά καθοριστικά στη σύνθεση και τη λειτουργική δομή των βραχωδών βιοκοινωνιών.
Για την εκτίμηση της Οικολογικής Κατάστασης σε κάθε σταθμό δειγματοληψίας των μακροφυκών θα χρησιμοποιηθεί ο διαβαθμονομημένος «Δείκτης Οικολογικής Εκτίμησης» (ΕΕΙ-c, σύμφωνα με τους Orfanidis et al., 2001, 2011, GIG 2013 ). Πρόκειται για δείκτη μέτρησης της οικολογικής ποιότητας του θαλασσίου περιβάλλοντος, βάσει των κύριων μορφολογικών, λειτουργικών και φυσιολογικών χαρακτηριστικών των μακροφυκών. Έτσι, τα είδη των μακροφυκών χωρίζονται σε δύο κύριες ευδιάκριτες οικολογικές ομάδες (Ecological Status Group I και II), οι οποίες στη συνέχεια χωρίζονται ιεραρχικά σε τρεις και δύο οικολογικές ομάδες, αντίστοιχα. Η πρώτη οικολογική ομάδα (ESG I) διαιρείται σε τρεις υπο-ομάδες, που περιλαμβάνουν τα πολυετή παχιά δερματώδη είδη (ΙΑ), τα παχιά δερματώδη πλαστικά είδη (ΙΒ) και τα σκιόφιλα πλαστικά είδη (IC). Η δεύτερη οικολογική ομάδα (ESG IΙ) διαιρείται σε δύο υποομάδες που περιλαμβάνουν τα σαρκώδη αδρώς διακλαδισμένα καιροσκοπικά είδη (ΙΙΑ) και τα νηματοειδή και φυλλοειδή καιροσκοπικά είδη (ΙΙΒ). Τα κυριότερα οικολογικά χαρακτηριστικά των δύο βασικών οικολογικών ομάδων είναι:
ESG I (% coverage) = [(IA*1)+(IB*0,8)+IC*0,6)]
Στην παρακάτω Εικόνα απεικονίζεται η γραφική παράσταση της εξίσωσης υπερβολής του συνεχόμενου δείκτη EEI-c σύμφωνα με τους Orfanidis et al. (2011).
Εικόνα Α1: Εξίσωση υπερβολής του συνεχόμενου δείκτη EEI-c σύμφωνα με τους Orfanidis et al. (2011).
Στον παρακάτω Πίνακα Α2 παρουσιάζεται το σύστημα κατηγοριοποίησης Οικολογικής Ποιότητας ΕΕΙ-c με βάση τα μακροφύκη, σύμφωνα με τους Orfanidis et al. (2011) και Milestone 6 report (2011).
Πίνακας Α2: Κατηγοριοποίηση Οικολογικής Ποιότητας ΕΕΙ-c με βάση τα μακροφύκη, σύμφωνα με τους Orfanidis et al. (2011)
Για τον υπολογισμό του δείκτη μπορεί να χρησιμοποιηθεί λογισμικό σε αρχείο Excel που διατίθεται δωρεάν από τον ιστότοπο του δείκτη ΕΕΙ-c http://www.EEI.gr.
iii) Μακρόφυτα
Γενικά:
Τα δεδομένα για την σύνθεση των ειδών και σχετική αφθονία ή κατανομή των κοινοτήτων μακρόφυτων (πολυετών μακροφυκών και θαλάσσιων Αγγειόσπερμων φυτών, κυρίως D6C5), θα παρέχονται από τους παράκτιους σταθμούς της ΟΠΥ και θα συλλέγονται από το δίκτυο σταθμών της ΟΠΘΣ για την παρακολούθηση μακρόφυτων.
Μέθοδοι & Βιοτικοί δείκτες:
Σύμφωνα με τη Μεσογειακή Γεωγραφική Ομάδα Διαβαθμονόμησης (Med-GIG), η εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των παράκτιων υδάτων βάσει των λιβαδιών θαλάσσιων αγγειοσπέρμων πραγματοποιείται με εφαρμογή βιοτικών δεικτών που βασίζονται στα είδη Posidonia oceanica και Cymodocea nodosa.
– Βιοτικός Δείκτης που βασίζεται στο είδος Posidonia oceanica:
H εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των λιβαδιών Posidonia oceanica (Ποσειδωνίας) θα πραγματοποιηθεί μέσω της εφαρμογής του δείκτη WePOSI (Weighted Posidonia oceanica Index, Gerakaris et al. (2021), που έχει θεσμοθετηθεί ως δείκτης ταξινόμησης για τα θαλάσσια αγγειόσπερμα στα παράκτια ύδατα της Ελλάδας μέσα από τη διαδικασία Διαβαθμονόμησης (Φάση ΙΙΙ, 2021).
Στον πολυμετρικό δείκτη WePOSI (Πίνακας Α3) λαμβάνονται υπόψη 8 παράμετροι (μετρικές) που σχετίζονται με τον ποσοτικό προσδιορισμό και την ερμηνεία των κύριων δομικών και λειτουργικών χαρακτηριστικών των λιβαδιών του είδους, στις οποίες δίνεται διαφορετική στάθμιση ανάλογα με το βιολογικό επίπεδο στο οποίο αντιστοιχούν.
Συγκεκριμένα, οι επιλεγμένες μετρικές ταξινομούνται σε τρία διαφορετικά βιολογικά επίπεδα: πληθυσμιακό (ή λιβαδιού), ατομικό (ή βλαστού) και επίπεδο βιοκοινότητας (σχετιζόμενης χλωρίδας/πανίδας).
Πίνακας Α3: Οι μετρικές του βιοτικού δείκτη WePOSI (Weighted Posidonia oceanica Index).
Συνοπτική παρουσίαση των μεθοδολογιών που ακολουθούνται κατά τη συλλογή των δεδομένων για κάθε παράμετρο δίδεται παρακάτω.
Πίνακας Α4: Μεθοδολογίες που ακολουθούνται κατά τη συλλογή των δεδομένων των λιβαδιών.
Οι παραπάνω μετρικές ενσωματώνονται στο δείκτη WePOSI με χρήση της ακόλουθης εξίσωσης:
EQR‘WePOSI= (EQR’MEADOW *0.5 + EQR’PLANT *0.3 + EQR’COMMUNITY *0.2)/3
Όπου:
EQR’MEADOW = EQR’typeLL + EQR’depthLL + EQR’cover + EQR’density + EQR’plagiotropic
EQR’PLANT = EQR’shootlength
EQR’COMMUNITY = EQR’epiphbiomass
Με:
EQR’typeLL | value of LL type (progressive/erosive=1; sharp 0.75; sparse=0.50; regressive=0.25) |
EQR’depthLL | value measured – worst value/reference value- worst value |
EQR’cover | value measured /reference value,
the ratio of the two supporting metrics, Meadow Cover and Dead meadow Cover, expressed as Meadow Cover / Meadow Cover + Dead meadow Cover (i.e., Conservation Index, Moreno et al. 2001). |
EQR’density | value measured – worst value/reference value- worst value |
EQR’plagiotropic | value measured – worst value/reference value- worst value |
EQR’shootlength | value measured – worst value/reference value- worst value |
EQR’epiphbiomass | value measured – worst value/reference value- worst value |
Ο υπολογισμός του Λόγου Οικολογικής Ποιότητας (EQR) πραγματοποιείται με τον εξής μαθηματικό τύπο:
EQR = (EQR’WePOSI +0.11)/(1+0.1)
Παρακάτω (Πίνακας Α5) παρατίθενται τα όρια των κλάσεων του EQR για τις πέντε κατηγορίες αξιολόγησης της οικολογικής ποιότητας (Υψηλή, Καλή, Μέτρια, Ελλιπής, Κακή).
Πίνακας Α5: Πέντε κατηγορίες αξιολόγησης της οικολογικής ποιότητας για την Ποσειδωνία.
Για την εφαρμογή του δείκτη WePOSI θα ληφθούν υπόψη οι τιμές αναφοράς για τα Ελληνικά παράκτια ύδατα που έχουν προταθεί από τους Gerakaris et al. (2022), οι οποίες παρατίθενται στον παρακάτω πίνακα. Οι εν λόγω τιμές αναφοράς διαφοροποιούνται ανάλογα με τη γεωγραφική θέση των εξεταζόμενων λιβαδιών Ποσειδωνίας.
Πίνακας Α6: Τιμές αναφοράς WePOSI για τα Ελληνικά παράκτια ύδατα που έχουν προταθεί από τους Gerakaris et al. (2022).
Για την ορθή επιλογή των κατάλληλων τιμών αναφοράς και τον ταχύτερο υπολογισμό του WePOSI μπορεί να χρησιμοποιηθεί η διαδικτυακή πλατφόρμα που διατίθεται δωρεάν στον σύνδεσμο του δείκτη WePOSI (https://weposi.com).
– Βιοτικός Δείκτης που βασίζεται στο είδος Cymodocea nodosa:
Στις περιπτώσεις των ΥΣ στα οποία δεν εντοπίζεται η παρουσία των λιβαδιών P. oceanica (Ποσειδωνίας) σε κατάλληλο βάθος για την εφαρμογή του δείκτη WePOSI ή εντοπίζεται μόνο η παρουσία του είδους Cymodocea nodosa, τότε χρησιμοποιείται ο δείκτης Cymoskew (Orfanidis et al. (2010)) που έχει θεσμοθετηθεί ως δείκτης ταξινόμησης μέσα από τη διαδικασία Διαβαθμονόμησης (Φάση ΙΙΙ, EC Decision 2018/229).
Ο δείκτης CymoSkew στηρίζεται στην προσαρμοστικότητα του αγγειόσπερμου C. nodosa ανάλογα με τις επικρατούσες περιβαλλοντικές συνθήκες (Orfanidis et al. (2010), Orfanidis et al. (2020)) και είναι μια ποσοτική έκφραση της ασυμμετρίας του μήκους των φύλλων του.
Για την εφαρμογή του δείκτη CymoSkew, απαιτείται η συλλογή δειγμάτων (φυτοληψία σε πλαίσιο διαστάσεων 20 x 20cm), η οποία πραγματοποιείται με αυτόνομη κατάδυση σε βάθος 3-5 m. Συνολικά συλλέγονται 5 πλαίσια σε τυχαίες θέσεις εντός του υπό εξέταση λιβαδιού C. nodosa.
Τα δείγματα αποθηκεύονται σε συνθήκες κατάψυξης (-20˚ C) μέχρι την περαιτέρω επεξεργασία τους σε συνθήκες εργαστηρίου. Στο εργαστήριο πραγματοποιούνται μετρήσεις μήκους του φωτοσυνθετικού τμήματος 60 τυχαίων ενήλικων και ενδιάμεσων φύλλων ανά πλαίσιο (300 μετρήσεις/περιοχή μελέτης).
Ο δείκτης CymoSkew υπολογίζεται βάσει της ακόλουθης εξίσωσης:
Όπου:
M₃ = Σ(xᵢ-Meanx)³
X = Ο φυσικός λογάριθμος της συχνότητας των διακριτών τιμών μήκους του φωτοσυνθετικού τμήματος των ενήλικων και ενδιάμεσων φύλλων που παράγονται σε πίνακες συχνότητας
Σ = Η τυπική απόκλιση
n = Ο φυσικός λογάριθμος της συχνότητας 60 διακριτών τιμών μήκους του φωτοσυνθετικού τμήματος των ενήλικων και ενδιάμεσων φύλλων.
Για την ταχύτερη εφαρμογή του δείκτη CymoSkew, έχει προταθεί η χρήση του εργαλείου διαδικτυακής εφαρμογής ανοιχτού κώδικα για το CymoSkew που διατίθεται στον σύνδεσμο: http://index.cymoskew.gr/.
iv) Εκταση Φυτοβενθικών οικοτόπων
Για την εκτίμηση της απώλειας έκτασης των φυτοβενθικών συστημάτων (Κριτήρια D6C1, D6C2) θα γίνεται συλλογή και μοντελοποίηση δεδομένων από βιβλιογραφικές πηγές, βάσεις γεωχωρικών δεδομένων, πληροφορίες από αρμόδιους Φορείς, π.χ. Λιμενικές αρχές, Περιφέρειες κλπ προγράμματα παρακολούθησης, δεδομένα από άλλους περιγραφείς και άλλες πηγές για την εκτίμηση αφενός της έκτασης (Km2) της φυσικής απώλειας του βυθού από ανθρωπογενείς δραστηριότητες συμπεριλαμβανομένων των υποδομών προστασίας ακτών, λιμένων, καλωδίων κλπ και για την εκτίμηση της έκτασης (km2) των πιέσεων των φυσικών οχλήσεων στο θαλάσσιο βυθό, όπως η αλιεία με μηχανότρατα, οι απορρίψεις, εξορύξεις υδρογονανθράκων κλπ.
Για την εκτίμηση του αλιευτικού αποτυπώματος η μεθοδολογία βασίζεται σε δεδομένα VMS (Vessel Monitoring System: δορυφορική παρακολούθηση αλιευτικών εργαλείων), τα οποία παραχωρούνται από τη Δ/νση Ελέγχου Αλιείας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Η ανάλυση των VMS δεδομένων περιλαμβάνει τον ποιοτικό έλεγχο των δεδομένων για την απαλοιφή κοινών σφαλμάτων, την εκτίμηση ενδιάμεσων σημάτων με τη χρήση μεθόδων χωρικής παρεμβολής, το χαρακτηρισμό θέσεων σκάφους ως «αλιεία», «μη αλιεία» και «ελλιμενισμό» με βάση την ταχύτητα και την ενσωμάτωση της αλιευτικής νομοθεσίας ώστε να οριοθετηθούν με ακρίβεια τα αλιευτικά πεδία. Υπολογίζεται η εκτίμηση του λόγου της συνολικής επιφάνειας σάρωσης (δηλαδή της περιοχής που το αλιευτικό εργαλείο της μηχανότρατας έρχεται σε επαφή με τον βυθό) ανά χωρικό κελί για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, και εν συνεχεία ο δείκτης Swept Area Ratio (SAR) σε επίπεδο χώρας και ενδιαιτήματος. Τα δεδομένα χρησιμοποιούνται και σε αναλύσεις του κριτηρίου D6C3.
Ειδικά για το κριτήριο D6C3, υπολογίζεται το ποσοστό της συνολικής έκτασης ανά τύπο οικότοπου που επηρεάζεται δυσμενώς από ανθρωπογενείς δραστηριότητες συμπεριλαμβανομένης της αλιείας, καθώς και επιλεγμένων ευαίσθητων οικοτόπων και οικοτόπων προτεραιότητας με έμφαση στα λιβάδια Ποσειδωνίας. Το ποσοστό έκτασης που επηρεάζονται δυσμενώς επιλεγμένων ευαίσθητων οικοτόπων και οικοτόπων προτεραιότητας (με έμφαση στα θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας) που επηρεάζεται δυσμενώς θα εκτιμηθεί με τον βιοτικό δείκτη WePOSI (Weighted Posidonia oceanica Index) (αφορά και στο κριτήριο D6C5, όπως αναφέρθηκε παραπάνω).
Για το κριτήριο D6C4, o υπολογισμός της έκτασης απώλειας του οικοτόπου θα γίνει σε τετραγωνικά χιλιόμετρα (km2) ή ως αναλογία (ποσοστό) της συνολικής φυσικής έκτασης του τύπου οικότοπου βάσει του D6C1. Με βάση τα μοντελοποιημένα δεδομένα ανθρωπογενών πιέσεων του κριτηρίου D6C1 και την υπάρχουσα χαρτογράφηση τύπων οικοτόπων θα εκτιμηθεί η έκταση απώλειας ανά τύπο οικότοπου που προκαλείται από ανθρωπογενείς πιέσεις. Επιπλέον, θα διερευνηθεί το ποσοστό απώλειας έκτασης επιλεγμένων ευαίσθητων οικοτόπων και οικοτόπων προτεραιότητας (με έμφαση στα θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας) και θα πραγματοποιηθεί έπειτα από χαρτογράφηση υψηλής χωρικής ανάλυσης αυτών, με χρήση κατάλληλων οπτικών και ακουστικών μεθόδων.
i) Μη αυτόχθονα είδη ζωοβένθους
Όπως αναφέρθηκε και στη περίπτωση του φυτοβένθους, όσον αφορά και στο ζωοβένθος για τα κριτήρια D2C1 & D2C2, τα πρωτογενή δεδομένα παρουσίας και αφθονίας ειδών που θα συγκεντρωθούν στα πλαίσια της ΟΠΥ και της ΟΠΘΣ και του ΕΠΣΑΔ θα διασταυρωθούν με το ηλεκτρονικό μητρώο μη αυτόχθονων ειδών ELNAIS (www.elnais.gr), την ευρωπαϊκή βάση δεδομένων EASIN (https://alien.jrc.ec.europa.eu/easin), καθώς και με την πρόσφατη ταξινομική βιβλιογραφία. Το σύνολο δεδομένων παρουσίας νέων μη αυτόχθονων ειδών, καθώς και των μεταβολών στην γεωγραφική τους διασπορά και επικράτηση μη αυτόχθονων ή/και χωροκατακτητικών ειδών που θα προκύψει θα εκτιμάται στο επίπεδο των Περιοχών Εκτίμησης (MRUs).
Οι δειγματοληψίες για τον Περιγραφέα D2 θα επικεντρωθούν σε περιοχές «στρατηγικής σημασίας» για την είσοδο και εξάπλωσή των ξενικών ειδών π.χ. στο Νότιο Αιγαίο, την Κρήτη και τη Ρόδο.
Παρακολουθούνται:
– Ο αριθμός μη αυτόχθονων ειδών ζωοβένθους,
– Ο συνολικός αριθμός νέων μη αυτόχθονων ειδών
Συγκεκριμένα, προσδιορίζονται διερευνητικά τα ποσοστά (α) επικράτησης στην τοπική βιοκοινότητα βάσει της σχετικής αφθονίας του κάθε ξενικού είδους και (β) γεωγραφικής εξάπλωσης βάσει της παρουσίας τους στις Περιοχές Εκτίμησης (MRUs). Η γεωγραφική εξάπλωση δίνεται ως ποσοστό παρουσίας τόσο σε σύγκριση του συνόλου σταθμών παρακολούθησης στην εκάστοτε Περιοχή Εκτίμησης (MRU).
ii) Βενθικά μακροασπόνδυλα
Όσον αφορά στη γενική μεθοδολογία για τη συλλογή πληροφοριών για την αφθονία, είδη, κατανομή και αξιολόγηση των οικοτόπων και πληθυσμών του ζωοβένθους σχετικά με τα κριτήρια D5C8, και αυτά του D6 περιγράφονται παρακάτω.
Οι δειγματοληψίες βενθικών μακροασπόνδυλων θα πραγματοποιηθούν με τα ερευνητικά σκάφη του ΕΛΚΕΘΕ (Ω/Κ “ΦΙΛΙΑ” ή Ω/Κ «ΑΙΓΑΙΟ»). Σε κάθε σταθμό θα συλλεχθούν δύο επαναληπτικά δείγματα για την ανάλυση των μακροασπόνδυλων, τα οποία θα κοσκινιστούν στο πλοίο από κόσκινο διαμετρήματος 1mm και θα συντηρηθούν σε διάλυμα φορμόλης με θαλασσινό νερό 4%, σε συνδυασμό με χρωστική Rose Bengal. Επιπλέον, ένα υπόδειγμα ιζήματος θα συλλεχθεί σε κάθε σταθμό για τον προσδιορισμό των κοκκομετρικών κλάσεων, των ποσοστών οργανικού άνθρακα και ολικού αζώτου, το οποίο θα καταψυχθεί άμεσα στους -18οC.
Στο εργαστήριο θα ακολουθήσει διαλογή των οργανισμών από το ίζημα και, με τη βοήθεια στερεομικροσκοπίου και ταξινομικών κλειδών, τα βενθικά μακροασπόνδυλα θα ταξινομηθούν σε επίπεδο είδους, ή, όπου αυτό δεν είναι δυνατό, σε ανώτερο ταξινομικό επίπεδο οικογένειας, γένους ή φύλου. Σχετικά με τις αναλύσεις ιζήματος, βλέπε παρακάτω (Ίζημα Κοκκομετρική Ανάλυση).
Για την κατηγοριοποίηση της οικολογικής κατάστασης θα εφαρμοστεί ο βιοτικός δείκτης Bentix (Simboura & Zenetos, 2002 ) που έχει θεσμοθετηθεί ως δείκτης ταξινόμησης μακροασπονδύλων για την Ελλάδα και την Κύπρο μέσα από τη διαδικασία Διαβαθμονόμησης (Φάση Ι, Φάση ΙΙ) (GIG, 2013 , Van de Bund et al., 2008 ). Ο δείκτης BENTIX στηρίζεται στην αρχή των βιοδεικτών και χρησιμοποιεί την ποσοστιαία συμμετοχή των ανθεκτικών (GT) και ευαίσθητων (GS) ειδών, ενισχύοντας τις σχετικές αναλογίες με κατάλληλους συντελεστές, βάσει των αρχών της βενθικής οικολογίας. Η εξίσωση στην οποία βασίζεται (Bentix = (6 X %GS + 2 X %GT)/100), αποδίδει στην ομάδα των ευαίσθητων ειδών το συντελεστή 6 και στην ομάδα των ανθεκτικών ειδών (GII και GIII) το συντελεστή 2. Η επιλογή των συντελεστών δεν είναι τυχαία και βασίζεται στην παραδοχή ότι η πιθανότητα ένα ζωοβενθικό είδος επιλεγμένο τυχαία να είναι ανθεκτικό σε παράγοντες διατάραξης είναι 3:1. Παρακάτω παρατίθενται τα όρια μεταξύ των Οικολογικών Κλάσεων κατά την εφαρμογή του δείκτη Bentix (Πίνακας Α7).
Πίνακας Α7: Οικολογικές κλάσεις σύμφωνα με τον δείκτη Bentix.
Σημειώνεται εδώ ότι για βιοτόπους με φυσικό στρες, όπως σε υψηλό ποσοστό λάσπης (>90% λεπτόκοκκο υλικό), όπου η βενθική πανίδα φυσιολογικά κυριαρχείται από ορισμένα ανθεκτικά είδη, προτείνεται η τροποποίηση του ορίου μεταξύ Καλής και Υψηλής Οικολογικής Ποιότητας από 4,5 σε 4 και του ορίου μεταξύ Μέτριας και Καλής από 3,5 σε 3. Αν και ο υπολογισμός του δείκτη είναι απλός, προκειμένου να διευκολυνθούν οι χρήστες, δημιουργήθηκε σε συνεργασία με το Υπολογιστικό Κέντρο του ΕΛΚΕΘΕ ένα πρόγραμμα Bentix Add-In (1.1 version) για MS Excel που είναι διαθέσιμο και στην ιστοσελίδα του ΕΛΚΕΘΕ http://www.hcmr.gr/en/the-bentix-index.
Επιπλέον, όσον αφορά στο κριτήριο D6C3 θα γίνει εφαρμογή και άλλων μεθόδων, που χρησιμοποιούνται από την ομάδα εργασίας FBIT του ICES. Ως δείκτης ευαισθησίας θα εφαρμοστεί ο δείκτης median longevity. Σύμφωνα με τη θεωρία όσο περισσότερα είδη με μεγάλο προσδόκιμο ζωής έχει μια κοινότητα τόσο μεγαλύτερη ευαισθησία έχει στην διατάραξη. Με τη χρήση Generalized Linear Mixed Models (GLMMs) εκτιμήθηκε η σχέση μεταξύ αθροιστικής βιομάζας και μακροζωίας ανά τύπο ενδιαιτήματος και βάθος. Ο δείκτης ευαισθησίας των βενθικών κοινοτήτων χαρτογραφείται σε κάνναβο (grid cells) μεγέθους 0.05 x 0.05 δεκαδικές μοίρες. Η οικολογική κατάσταση του βυθού ανά τύπο ενδιαιτήματος και περιοχή αναφοράς (MRU) εκτιμάται μέσω του δείκτη RBS (relative benthic status). ο οποίος λαμβάνει υπόψη τους δείκτες SAR και median longevity και παίρνει τιμές από 0 έως 1: τιμές κοντά στο 0 δηλώνουν μεγαλύτερη επίπτωση από την αλιεία και τιμές κοντά στο 1 δηλώνουν μηδαμινή ή καθόλου επίπτωση.
iii) Ιζήματα
Οι κοκκομετρικές αναλύσεις των δειγμάτων θα πραγματοποιηθούν με τη χρήση οργάνου micromeritics Sedigraph III PLUS. Το δείγμα ιζήματος, πριν την εισαγωγή του στη συσκευή Sedigraph για την κοκκομετρική ανάλυση, πρέπει να υποβληθεί σε μία συγκεκριμένη κατεργασία. Αρχικά ξηραίνεται μία ποσότητα από κάθε δείγμα στους 60οC για 24 ώρες για να αφαιρεθεί η υγρασία. Στη συνέχεια το κάθε δείγμα ζυγίζεται με ζυγό ακριβείας, προστίθενται σε αυτό 20 ml Calgon (C = 5,5 gr/L) και παραμένει για 24h σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Στόχος είναι να σπάσουν τα συσσωματώματα έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί ευκολότερα το κοσκίνισμα. Την επόμενη μέρα το κάθε δείγμα περνάει από κόσκινο διαμέτρου 63 μm για να διαχωριστεί η άμμος από την άργιλο και την ιλύ. Τα κλάσματα της άμμου (>63 μm) τοποθετούνται με απιονισμένο νερό στο φούρνο μέχρι να ξηρανθούν πλήρως, έτσι ώστε να ληφθεί μέτρηση του βάρους επί ξηρού, ενώ τα κλάσματα με διάμετρο <63 μm τοποθετούνται με Calgon στο SediGraph (micromeritics SediGraph 5100) για περαιτέρω κοκκομετρική ανάλυσή τους. Από τα αποτελέσματα του SediGraph και τα βάρη των κλασμάτων της άμμου προκύπτει η τελική ποσοστιαία ανάλυση (κοκκομετρική ανάλυση) των δειγμάτων.
Η ποσότητα του ολικού άνθρακα στα ιζήματα θα προσδιοριστεί με CHNS στοιχειακό αναλυτή Flash 2000 της Thermo Scientific. Ο επιμέρους οργανικός άνθρακας θα προσδιοριστεί σύμφωνα με τη μέθοδο των Verardo et al. (1990) .
Το ως άνω φυσικό αντικείμενο του Περιγραφέα D3 θα υλοποιηθεί σε δύο υπο-ενότητες:
i) Βάση αλιευτικών δεδομένων
Εξαγωγή και ομαδοποίηση των αλιευτικών δεδομένων που συλλέγονται στα πλαίσια της εκτέλεσης του ΕΠΣΑΔ, σε μια βάση δεδομένων προς στατιστική επεξεργασία.
ii) Στατιστική ανάλυση & εκτίμηση αλιευτικών αποθεμάτων
Υπολογισμός των δεικτών που θα λειτουργήσουν ως εκτιμητές της ΚΠΚ των εμπορικά εκμεταλλεύσιμων πληθυσμών. Η εκτίμηση θα γίνει για οκτώ (8) κοινά εμπορικά είδη τα οποία αποτελούν είδη στόχους του Ελληνικού αλιευτικού στόλου (Engraulis encrasicolus, Sardina pilchardus, Merluccius merluccius, Mullus barbatus, Mullus surmuletus, Spicara smaris, Thunnus thynnus, Xiphias gladius) και πιθανά και για τα παρακάτω είδη: Parapenaeus longirostris, Nephrops norvegicus, Trachurus trachurus, Boops boops.
Για όλα τα προαναφερόμενα είδη, θα εκτιμηθούν:
i) Βάση αλιευτικών δεδομένων
Αντικείμενο της δράσης θα αποτελέσει η εξαγωγή και ομαδοποίηση των αλιευτικών δεδομένων που συλλέγονται στα πλαίσια της εκτέλεσης του ΕΠΣΑΔ. Για τις παρακάτω ενότητες πρωτογενών δεδομένων:
Εμπορική αλιεία:
Πειραματική αλιεία:
Το τελικό παραδοτέο αυτής της υπο-ενότητας θα αποτελέσουν:
ii) Στατιστική ανάλυση & εκτίμηση αλιευτικών αποθεμάτων
Αντικείμενο αυτής της ενότητας αποτελεί η διερεύνηση του κύκλου ζωής και δυναμικής των επιλεγμένων πληθυσμών ειδών ασπόνδυλων και ιχθύων με εμπορικό αλιευτικό ενδιαφέρον, προκειμένου να ευρεθεί το ιδανικό επίπεδο εκμετάλλευσης που θα οδηγήσει στην μέγιστη και σταθερή στο χρόνο ποσότητα αλίευσής τους (Μέγιστη Βιώσιμη Απόδοση – Maximum Sustainable Yield-MSY). Αυτό επιτυγχάνεται με τη βοήθεια στατιστικών μοντέλων και προσομοιώσεων, διερευνάται η ακρίβεια των δεικτών και των σημείων αναφοράς (reference points) που περιγράφουν την κατάσταση των αποθεμάτων, και εκτιμώνται τα περιθώρια σφάλματος.
H MSY ορίζεται ως η μέγιστη αλιευτική παραγωγή (βιομάζα) που μπορεί να αφαιρεθεί από ένα απόθεμα με βιώσιμο τρόπο, ώστε το απόθεμα να συνεχίσει να αποδίδει τη μέγιστη ποσότητα χωρίς το απόθεμα να κινδυνεύσει με κατάρρευση (Lassen et al. 2014). Σε συνάφεια με την MSY ορίζονται ανάλογα η αλιευτική θνησιμότητα (Fmsy), που αντιστοιχεί σε αλιευτική παραγωγή στα επίπεδα MSY, καθώς και το επίπεδο στο οποίο πρέπει να βρίσκεται η βιομάζα του αποθέματος ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη βιώσιμη απόδοση (Bmsy). Στόχος είναι να περιγραφεί η όλη διαδικασία με ένα στατιστικό μοντέλο που θα προσεγγίζει την αλήθεια όσο το δυνατόν καλύτερα.
Γενικά, τα μοντέλα εκτίμησης αλιευτικών αποθεμάτων μπορούν να χωριστούν σε δύο κύριες ομάδες: “ολιστικά μοντέλα” και “αναλυτικά μοντέλα”. Τα απλά ολιστικά μοντέλα (πχ. Pedersen et al. 2017, Henning et al. 2018) χρησιμοποιούν λιγότερες παραμέτρους πληθυσμού από τα αναλυτικά μοντέλα. Θεωρούν ένα απόθεμα ιχθύων ως ομοιογενή βιομάζα και δεν λαμβάνουν υπόψη, για παράδειγμα, την κατανομή μεγεθών ή την ηλικιακή δομή του αποθέματος. Τα αναλυτικά μοντέλα (Jardim et al. 2013; Methot and Wetzel 2013, Nielsen and Berg 2014) βασίζονται σε μια πιο λεπτομερή περιγραφή του αποθέματος και είναι πιο απαιτητικά όσον αφορά στην ποιότητα και στην ποσότητα των δεδομένων. Από την άλλη πλευρά, ως αντιστάθμιση, πιστεύεται επίσης ότι παρέχουν πιο αξιόπιστες προβλέψεις.
Επί του παρόντος θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστεί ένα αναλυτικό μοντέλο για το σύνολο των ειδών στόχων. Κύρια αιτία είναι τα μεγάλα κενά στην υφιστάμενη χρονοσειρά και ειδικότερα στις δειγματοληψίες του ΕΠΣΑΔ (απουσιάζουν τα έτη 2009, 2010, 2011, 2012, και υπάρχουν μόνο σποραδικά δεδομένα για τα έτη 2013, 2014, 2015, 2017). Στη διάρκεια της εκτέλεσης του υποέργου 1 (αυτεπιστασία), και με την προϋπόθεση ότι θα εκτελείται αδιάλειπτα το ΕΠΣΑΔ, ίσως καταστεί δυνατή η εφαρμογή αναλυτικών μοντέλων μετά το 2020. Η αρχική προσέγγιση θα στηριχτεί στα επίσημα δεδομένα αλιευτικής παραγωγής της ΕΛΣΤΑΤ με χρήση απλών ολιστικών μοντέλων.
Σε σχέση με το Κριτήριο D3C1, που αφορά ειδικά στην «Αλιευτική Θνησιμότητα (F)» και «Επίπεδο αλιευτικής εκμετάλλευσης (E)», όλα τα εμπορικά είδη πρέπει να υπόκεινται σε βιώσιμη εκμετάλλευση (όχι υπεραλίευση), η οποία παρουσιάζει σταθερότητα ή μείωση της σχέσης μεταξύ των δεικτών αλιευμάτων και βιομάζας από εκτιμήσεις ιχθυοαποθεμάτων. Για όλα τα είδη-στόχους που υπόκεινται σε περιοδικές αξιολογήσεις (“εκτίμηση αποθέματος”) τα επίπεδα των δεικτών (F και E) πρέπει να βρίσκονται εντός των ορίων των “σημείων αναφοράς” (FMSY, F0.1, E = 0.4). Ωστόσο, δεδομένου ότι οι τιμές αυτές εξαρτώνται από την ποιότητα των διαθέσιμων δεδομένων, θα πρέπει να προσαρμόζονται σε ένα ανώτατο όριο πρόληψης με βάση την προληπτική αρχή της προσέγγισης (Precautionary Approach), λαμβάνοντας υπόψιν την αβεβαιότητα, μετρούμενη στατιστικά ή εμπειρικά. Η STECF (Scientific, Technical and Economic Committee for Fisheries) υιοθέτησε το F0.1 ως σημείο αναφοράς και βάση για συμβουλές διαχείρισης, ως υποκατάστατο του FMSY στα Mεσογειακά αποθέματα της ΕΕ. Το GFCM (General Fisheries Commission for the Mediterranean) έχει χρησιμοποιήσει εκτενώς το F0.1 ως σημείο αναφοράς (GFCM 2024a). Για τα Μεσογειακά αποθέματα των μικρών πελαγικών τόσο το STECF (STECF, 2017), όσο και το GFCM (GFCM 2024b) έχουν υιοθετήσει ως υποκατάστατο του FMSY την τιμή του F που αντιστοιχεί στον εμπειρικό ρυθμό εκμετάλλευσης Ε=0.4 (Patterson, 1992). Πρέπει να επισημανθεί ότι οι εκτιμήσεις των εμπορικών ειδών γίνονται σε επίπεδο γεωγραφικής περιοχής του GFCM σε εναρμόνιση με τις διεθνείς ομάδες εργασίας (GSA 22: Αιγαίο, GSA20: Ανατολικό Ιόνιο). Εξαίρεση συνιστούν τα αποθέματα των μεγάλων πελαγικών, που οι εκτιμήσεις γίνονται σε πανμεσογειακό επίπεδο ανά πέντε χρόνια (ICCAT 2020).
Σε σχέση με το κριτήριο D3C3, η κατανομή ανά ηλικία και μέγεθος των ατόμων στους πληθυσμούς των εμπορικά εκμεταλλεύσιμων ειδών είναι ενδεικτικά ενός υγιούς πληθυσμού. Αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει υψηλή αναλογία ατόμων μεγάλης ηλικίας/μεγέθους και περιορισμένες δυσμενείς επιπτώσεις της εκμετάλλευσης πάνω στη γενετική ποικιλότητα. Το κριτήριο αυτό αφορά περιπτώσεις «φτωχές σε δεδομένα» που δεν επιτρέπουν άλλου τύπου εκτιμήσεις (πχ Froese et al. 2008). Σε αυτές τις περιπτώσεις θα εκτιμηθούν «δείκτες που βασίζονται στο μήκος» (length-based indicators – LBIs) και θα διερευνηθεί η εκτίμηση σημείων αναφοράς με βάση τις παραμέτρους ιστορικού ζωής (life history parameters) (Kell et al. 2022), ώστε να υπάρχει η δυνατότητα κατηγοριοποίησης των αποθεμάτων ως προς το επίπεδο εκμετάλλευσης. Θα πραγματοποιηθεί κατανομή ανά μέγεθος των ατόμων στους πληθυσμούς των εμπορικά εκμεταλλεύσιμων ειδών, και ειδικά για τα:
– Βενθοπελαγικά αλιεύματα (ιχθύες, καρκινοειδή, κεφαλόποδα) που συλλέγονται στα πλαίσια του ΕΠΣΑΔ μέσω του MEDITS και της δράσης καταγραφής συλλήψεων από εμπορικά σκάφη,
– Μικρά πελαγικά αλιεύματα (ιχθύες) που συλλέγονται στα πλαίσια του ΕΠΣΑΔ μέσω του MEDIAS και της δράσης καταγραφής συλλήψεων από εμπορικά σκάφη.
Το τελικό παραδοτέο της στατιστικής ανάλυσης & εκτίμησης αλιευτικών αποθεμάτων θα αποτελέσουν τα:
Οι δειγματοληψίες για τον προσδιορισμό των συγκεντρώσεων των θρεπτικών αλάτων θα πραγµατοποιηθούν σε πρότυπα βάθη υδάτινης στήλης. Η συλλογή του θαλασσινού νερού θα γίνει µε δειγµατολήπτες τύπου NISKIN, προσαρμοσμένων σε σύστημα αυτόματης δειγµατοληψίας (Rosette sampler). Τα δείγματα για την ανάλυση των νιτρικών, νιτρωδών, φωσφορικών, και πυριτικών αλάτων συλλέγονται σε φιαλίδια από πολυπροπυλένιο. Τα φιαλίδια είναι προκατεργασμένα με διάλυμα HCl. Τα δείγματα καταψύχονται έως την ανάλυση. Οι αναλύσεις για τον προσδιορισμό των νιτρικών, νιτρωδών, φωσφορικών και πυριτικών αλάτων θα γίνουν στη διαπιστευμένη κατά ISO 17025 εργαστηριακή μονάδα θρεπτικών αλάτων του βιογεωχημικού εργαστηρίου του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. με αυτόματο αναλυτή θρεπτικών αλάτων QUAATRO39 της εταιρείας SEAL, σύμφωνα με πρότυπες μεθόδους (Mullin & Rilley 1955 για τα πυριτικά, Stickland & Parsons 1968 για τα νιτρώδη – νιτρικά και Murphy & Riley, 1962 για τα φωσφορικά). Τα όρια ποσοτικοποίησης των μεθόδων είναι 0,02 μΜ για τα νιτρώδη άλατα, 0,12 μΜ για το άθροισμα νιτρικών και νιτρωδών αλάτων, 0,04 μΜ για τα φωσφορικά άλατα και 0,08 μΜ για τα πυριτικά άλατα. Οι συγκεντρώσεις που προσδιορίζονται, και είναι μικρότερες των ορίων ανίχνευσης, θα αναφέρονται ως <LOQ στο παράρτημα των πρωτογενών αποτελεσμάτων. Τα αμμωνιακά άλατα θα προσδιοριστούν μετά τη δειγματοληψία σε ειδικά φιαλίδια, με φασματοφωτόμετρο SHIMAZDU UV/VIS (UV-2600), σύμφωνα με πρότυπη μεθόδο ανάλυσης (Κoroleff, 197060). Το όριο ποσοτικοποίησης της μεθόδου είναι 0,05 μΜ.
Οι αναλογίες των θρεπτικών αλάτων θα υπολογιστούν με βάση τις συγκεντρώσεις των θρεπτικών αλάτων σε κάθε βάθος για κάθε σταθμό δειγματοληψίας. Θα υπολογιστούν οι λόγοι: Αζώτου προς φώσφορο (N:P), όπου N: το άθροισμα των συγκεντρώσεων των νιτρικών+νιτρωδών+αμμωνιακών αλάτων και P η συγκέντρωση των φωσφορικών αλάτων, πυριτίου προς άζωτο (Si:N) και πυριτίου προς φώσφορο (Si:P). Όταν οι τιμές των λόγων Si:N:P διαφοροποιούνται από τη θεωρητική τιμή 16:16:1 (Redfield 1958), κάποιο από τα τρία στοιχεία δρα περιοριστικά για την ανάπτυξη του φυτοπλαγκτού (Justic et al., 1995; Xu et al. 2008).
Ο προσδιορισμός του ολικού αζώτου (TN) και του ολικού φωσφόρου (ΤΡ) θα γίνει με τη μέθοδο της υγρής χημικής οξείδωσης (wet chemical oxidation method, WCO), όπως περιγράφεται από τους PUJO-Pay & Raimbault (1994) και Raimbault et al. (1999).
Για τον προσδιορισμό του ΤΝ συλλέγονται 40 ml θαλασσινού νερού σε Pyrex φιαλίδια (Duran Schott) των 50 mL με κατάλληλο βιδωτό καπάκι, ενώ για τον προσδιορισμό του ΤΡ συλλέγονται 20 ml θαλασσινού νερού σε κατάλληλα φιαλίδια από Teflon. Τα δείγματα διατηρούνται έως την ανάλυσή τους στους -20 οC. Όλα τα φιαλίδια που χρησιμοποιούνται για τη συλλογή/φύλαξη των δειγμάτων υφίστανται προκατεργασία καθαρισμού δύο σταδίων που περιλαμβάνει την πλήρωσή τους με HCl 10% για 24 ώρες, ξέπλυμα και εν συνεχεία προληπτική οξείδωση, για την απομάκρυνση ιχνών οργανικής ύλης. Το περιεχόμενο των φιαλιδίων απορρίπτεται τη στιγμή της δειγματοληψίας και τα φιαλίδια ξεπλένονται πολύ καλά με το δείγμα. Σύμφωνα με την αρχή της μεθόδου επιτυγχάνεται οξείδωση των αζωτούχων και φωσφορούχων ενώσεων και μετατροπή τους σε ανόργανα διαλυτά νιτρικά και φωσφορικά άλατα, αντίστοιχα, οπότε τα δείγματα, μετά τη διαδικασία της υγρής χημικής οξείδωσης, μετρούνται σε αυτόματο αναλυτή θρεπτικών αλάτων QUAATRO39 της εταιρείας SEAL, σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται παραπάνω για νιτρικά+νιτρώδη και φωσφορικά, αντίστοιχα.
Η αξιολόγηση των επιπέδων ευτροφισμού πραγματοποιείται με την Κλίμακα ευτροφισμού η οποία βασίζεται στη βιομάζα/συγκέντρωση της χλωροφύλλης-α και στις συγκεντρώσεις θρεπτικών αλάτων (σύμφωνα µε τους Karydis 1999, Pagou et al. 2002) τροποποιημένη για 5-κλάσεις βιομάζας χλωροφύλλης (Simboura et al. 2005).
Η μέτρηση της διαφάνειας (διαύγειας) του θαλασσινού νερού εκφράζεται μέσω του συντελεστή ‘εξασθένησης’ (B.A.C.: Beam attenuation coefficient) συγκεκριμένης δέσμης κόκκινου φωτός που εκπέμπεται από το όργανο και ‘εξασθενεί’, λόγω της απορρόφησης, σκέδασης κ.λπ., από τα αιωρούμενα σωματίδια μέσα στο θαλασσινό νερό. Οι καταγραφές του αυτογραφικού οργάνου (CTD) που ποντίζεται στην θάλασσα, μετατρέπονται σε τιμές συντελεστή ‘εξασθένησης’ του φωτός (BAC) μέσω της εξίσωσης: T= e-ΒAC r, όπου Τ είναι η οπτική διαπερατότητα (light transmission, %), BAC είναι ο συντελεστής ‘εξασθένησης’ του φωτός (m-1) και r είναι το μήκος της οπτικής διαδρομής (m), δηλ. η απόσταση από φωτεινή πηγή η οποία εκπέμπει το 100% της έντασης ερυθρής φωτεινής δέσμης και ο αισθητήρας της θολερότητας/διαύγειας καταμετρά το ποσοστό αυτής (light transmission, %) στη συγκεκριμένη οπτική διαδρομή. Η οπτική διαδρομή του οργάνου που χρησιμοποιείται είναι 25cm. Όσο μεγαλύτερη είναι η οπτική διαπερατότητα τόσο μικρότερο είναι το ΒΑC και τόσο διαυγέστερο είναι το νερό, και αντίστροφα. Προς κατανόηση των τιμών ΒΑC αναφέρουμε το ακόλουθο εμπειρικό παράδειγμα. Τιμές ΒΑC γύρω στο 0,35 αντιστοιχούν σε συνθήκες διαύγειας του νερού τέτοιες ώστε ο δίσκος Secchi (λευκός δίσκος διαμέτρου 40 cm) είναι ορατός από την επιφάνεια σε βάθος περίπου 15-17 m, ενώ σε τιμές γύρω στο 1,5 ο δίσκος Secchi είναι ορατός σε βάθος το πολύ 3-4 m. Κατ’ αναλογία σε αντίστοιχη εμπειρική συσχέτιση, τιμές οπτικής διαπερατότητας (light transmission, %) γύρω στο 85% αντιστοιχούν σε συνθήκες διαύγειας του νερού τέτοιες ώστε ο δίσκος Secchi είναι από την επιφάνεια ορατός σε βάθος περίπου 4-6 m, ενώ σε τιμές γύρω στο 90-95% ο δίσκος Secchi είναι ορατός σε βάθος περίπου 15-17 m.
Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο Α1.3, μαζί με τη μέτρηση της θερμοκρασίας και της αλατότητας του θαλασσινού νερού που γίνεται με πόντιση του αυτογραφικού οργάνου CTD, το οποίο παρέχει συνεχή καταγραφή σε πραγματικό χρόνο των υδρολογικών χαρακτηριστικών του νερού κατά την πόντισή του από την επιφάνεια έως τον πυθμένα με ηλεκτρονικούς αισθητήρες, επίσης μετρούνται και η θολερότητα (D5C4) και το διαλυμένο οξυγόνο (D5C5) ηλεκτρονικά με το CTD. Σύμφωνα με τη προηγούμενη παράμετρο, η μέτρηση της θολερότητας εκφράζεται μέσω του υπολογισμού του συντελεστή ‘εξασθένησης’ (attenuation coefficient) της ακτινοβολίας PAR ή με τη χρήση δίσκου Secchi.
Επίσης, το διαλυμένο οξυγόνο θα προσδιορίζεται πάνω στο ερευνητικό σκάφος με χημική μέθοδο αμέσως μετά τη δειγματοληψία (Riley, 197555), με τη μέθοδο Winkler τροποποιημένη από τον Carpenter (1965). Δείγματα νερού λαμβάνονται από τους δειγματολήπτες νερού (φιάλες τύπου NISKIN) που ποντίζονται σε πρότυπα βάθη. Το δείγμα νερού για τον προσδιορισμό του διαλύμένου οξυγόνου λαμβάνεται από τις φιάλες πριν ληφθεί οποιοδήποτε άλλο δείγμα νερού (για τον προσδιορισμό χλωροφύλλης, χημικών ρύπων κλπ) και με την απαιτούμενη προσοχή, ώστε να αποφεύγεται εισαγωγή φυσαλίδων ατμοσφαιρικού αέρα στο δείγμα (Strickland and Parsons 1977). Τα αντιδραστήρια εισάγονται αμέσως μετά τη δειγματοληψία. Η ανάλυση πραγματοποιείται πάνω στο σκάφος δειγματοληψίας με τη μέθοδο Winkler σύμφωνα με την πρότυπη μέθοδο Carpenter (1965a and 1965b). Ο κορεσμός του οξυγόνου (ως ποσοστό %) για κάθε δείγμα υπολογίζεται έμμεσα, χρησιμοποιώντας τιμές αλατότητας, θερμοκρασίας και πίεσης με βάση τον τύπο: : %Ο2 = *100,, σε θερμοκρασίες μεταξύ 0–40 οC και τιμές αλατότητας μεταξύ 0–40, όπου: O2 είναι η συγκέντρωση του οξυγόνου στο δείγμα και O2ʹ είναι η διαλυτότητα (κορεσμός) του οξυγόνου στη θάλασσα στην ίδια θερμοκρασία και αλατότητα.
Μετρήσεις θερμοκρασίας (oC), αλατότητας: Η μέτρηση της θερμοκρασίας και της αλατότητας του θαλασσινού νερού γίνεται με πόντιση του αυτογραφικού οργάνου CTD (conductivity, temperature, depth), τύπου SBE 9 11 plus της Sea Bird Electronics, το οποίο παρέχει συνεχή καταγραφή σε πραγματικό χρόνο των υδρολογικών χαρακτηριστικών του νερού κατά την πόντισή του από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η συσκευή χρησιμοποιεί ηλεκτρονικούς αισθητήρες. Τα δεδομένα αποθηκεύονται σε υπολογιστή για περαιτέρω επεξεργασία. Η θερμοκρασία αναφέρεται σε βαθμούς Κελσίου και η αλατότητα σε επί τοις χιλίοις περιεκτικότητα σε αλάτι (ppt).
Επίσης, σημειώνεται ότι η θολερότητα και το διαλυμένο οξυγόνο μετρούνται επίσης και ηλεκτρονικά με το CTD.
Μετρήσεις θερμοκρασίας και αλατότητας μέσω των ενεργών μετρητικών σταθμών του Δικτύου ΠΟΣΕΙΔΩΝ: Οι μετρητικοί σταθμοί βρίσκονται ποντισμένοι σε σταθερά σημεία του θαλάσσιου χώρου και καταγράφουν με ηλεκτρονικούς αισθητήρες τιμές θερμοκρασίας και αλατότητας ανά τρίωρο, σε διακριτά βάθη από την επιφάνεια ως τον πυθμένα. Τα δεδομένα μεταδίδονται σε πραγματικό χρόνο και αποθηκεύονται σε βάση δεδομένων για περαιτέρω επεξεργασία.
Μετρήσεις θερμοκρασίας και αλατότητας μέσω συσκευών τύπου ARGO: Γίνονται ποντίσεις παρασυρόμενων συσκευών ARGO που είναι εξοπλισμένοι με ηλεκτρονικούς αισθητήρες μέτρησης θερμοκρασίας και αλατότητας. Οι συσκευές βυθίζονται σε προγραμματισμένο βάθος, παρασύρονται από τα ρεύματα για χρονικό διάστημα λίγων ημερών και στη συνέχεια αναδύονται μετρώντας τα υδρολογικά χαρακτηριστικά. Τα δεδομένα μεταδίδονται όταν οι συσκευές είναι στην επιφάνεια και αποθηκεύονται σε βάση δεδομένων για περαιτέρω επεξεργασία. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρι την εξάντληση της ενέργειας των συσκευών (περίπου 6 -1212-48 μήνες).
Μετρήσεις ρευμάτων: Η παρακολούθηση ρευμάτων θα γίνεται κυρίως στους κόλπους προτεραιότητας (Θερμαϊκός, Παγασητικός, Σαρωνικός, Κορινθιακός) με τη χρήση δύο διαφορετικών ακουστικών ρευματογράφων-τομογράφων (Acoustic Doppler Current Profiler, ADCP) τύπου RDI. Ο ένας είναι φορητός ρευματογράφος και εκπέμπει ηχητικά σήματα στα 300 Khz. Χρησιμοποιείται για σημειακές μετρήσεις σε μικρά βάθη. Ο δεύτερος είναι μόνιμα προσαρτημένος στα ύφαλα του Ω/Κ «ΑΙΓΑΙΟ» και λειτουργεί στα 75 Khz μετρώντας συνεχώς ρεύματα κατά μήκος της πορείας του πλοίου. Η αρχή λειτουργίας τους είναι η ίδια. Η επιλογή χρήσης οργάνου θα γίνεται σύμφωνα με τη βαθυμετρία της περιοχής μελέτης. Τα δεδομένα των ρευματομετρήσεων θα αποθηκεύονται σε υπολογιστή για περαιτέρω επεξεργασία.
Μεθοδολογία εκτίμησης: Οι συστηματικές μετρήσεις των υδρολογικών χαρακτηριστικών γίνονται με τις συσκευές CTD και ARGO, οι οποίες καλύπτουν ένα ευρύ πλέγμα σταθμών στις ελληνικές θάλασσες με στόχο την χωρική διερεύνηση πιθανών αλλαγών.
Επιπλέον σε σχέση με το κριτήριο D7C2 θα ακολουθηθεί, κατ’ αρχήν πιλοτικά, η εξής μεθοδολογία: Σε επιλεγμένες θέσεις θα γίνεται ανά διετία επισκόπηση επιλεγμένων βενθικών ενδιαιτημάτων. Η επισκόπηση γίνεται από ωκεανογραφικό πλοίο με χρήση συσκευής ROV (Remotely Operated Vehicle). Η συσκευή μετακινείται πάνω από την επιλεχθείσα περιοχή, ελεγχόμενη από χειριστές ή που βρίσκονται επάνω στο πλοίο με τηλεχειρισμό και καταγράφει οπτικά την κατάσταση του πυθμένα, ενώ έχει τη δυνατότητα να συλλέξει δείγματα ιζήματος.
Αναφορικά με την εκτίμηση των ρύπων στο θαλασσινό νερό και τα επιφανειακά ιζήματα θα πραγματοποιηθούνδειγματοληψίες με το Ω/Κ “ΦΙΛΙΑ” ή το Ω/Κ ‘’ΑΙΓΑΙΟ’’. Δείγματα νερών θα λαμβάνονται από 4 σταθμούς αναφοράς ανοικτής θάλασσας από το δίκτυο της ΟΠΘΣ με συχνότητα 2 φορές στην εξαετία. Δείγματα ιζημάτων θα ληφθούν από 29 σταθμούς ανοικτής θάλασσας με συχνότητα μια φορά ανά 6 χρόνια, καθώς και από 45 παράκτιους σταθμούς από το δίκτυο της ΟΠΥ με συχνότητα μια φορά στα 6 χρόνια και σε 8 εξ αυτών μια φορά στα δύο χρόνια.
Τα δείγματα θα μεταφέρονται στο εργαστήριο όπου θα πραγματοποιείται ο προσδιορισμός των οργανικών ρύπων, και των βαρέων μετάλλων.
Ως οργανισμοί «δείκτες» θα χρησιμοποιηθούν μύδια Mytilus galloprovincialis που θα ποντιστούν σε κλωβούς στους σταθμούς παρακολούθησης σύμφωνα με τη μεθοδολογία που έχει εφαρμοστεί στα πλαίσια σειράς ευρωπαϊκών προγραμμάτων (MYTILOS, MYTIMED, MYTIAD, MYTIOR, MYTITURK) για την εκτίμηση της ρύπανσης από ρυπογόνες ουσίες στην Μεσόγειο βάσει εναρμονισμένου πρωτοκόλλου (Andral et al. 2011, Tsangaris et al. 2011, Galgani et al. 2014). Οι ποντίσεις θα γίνουν σε 20 σταθμούς του δικτύου παρακολούθησης (2 φορές/6 έτη), όπως φαίνονται στο Παράρτημα ΙΙ της υπ αριθμόν 325/01.02.2022 Υπουργικής απόφασης.
Μύδια όμοιου μεγέθους (5-6 cm) θα συλλεχθούν από μυδοτροφείο και θα τοποθετηθούν σε κλωβούς (περίπου 120 μύδια/κλωβό) που θα ποντιστούν για δύο μήνες στους σταθμούς παρακολούθησης. Θα ποντιστούν 2 κλωβοί σε κάθε σταθμό. Οι κλωβοί θα ποντιστούν στα 6-8 m από την επιφάνεια σε βάθος 20-30 m προσδεμένοι με σημαδούρα και βάρος 30 Kg. Αμέσως μετά τη συλλογή των μυδιών θα γίνει ανατομία και αφαίρεση των ιστών που θα χρησιμοποιηθούν για τις αναλύσεις.
i) Συγκεντρώσεις ρύπων στο θαλασσινό νερό (Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες, οργανοχλωριωμένες ενώσεις, ενώσεις τριβουτυλο κασσιτέρου, Cd, Co, Cu, Ni, Pb, Zn, Hg)
Ο προσδιορισμός των οργανικών ρύπων θα γίνει με αέρια χρωματογραφία – φασματομετρία μαζών τριπλού τετραπόλου (GC-MS-MS) για τις οργανοχλωριωμένες ενώσεις και τις ενώσεις τριβουτυλοκασσιτέρου και με αέρια χρωματογραφία – φασματομετρία μαζών απλού τετραπόλου (GC-MS) μετά από εκχύλιση με κατάλληλους διαλύτες και καθαρισμό με χρωματογραφία στήλης (Hatzianestis and Sklivagou 2002, OSPAR 2013). Η ποιότητα των αναλύσεων πιστοποιείται μέσω της συμμετοχής του εργαστηρίου στο δίκτυο διεργαστηριακών ασκήσεων QUASIMEME, ενώ παράλληλα το εργαστήριο είναι διαπιστευμένο για τον προσδιορισμό πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων σύμφωνα με το πρότυπο ELOT ISO17025.
Ο προσδιορισμός του υδραργύρου (Hg) θα γίνει με φασματομετρία ατομικού φθορισμού ψυχρού ατμού (Tekran Mercury Detector 2500) ύστερα από οξείδωση και χρήση τεχνικής purge and trap σύμφωνα με τη μέθοδο EPA 1631Ε, 2002. Ο προσδιορισμός των μετάλλων (Cd, Co, Cu, Ni, Pb, Zn) θα γίνει με σύστημα επαγωγικά συζευγμένου πλάσματος – φασματομετρίας μαζών, ύστερα από προσυγκέντρωση των δειγμάτων ιοντοανταλλακτικών ρητινών (Toyopearl, AF chelate-650M) σύμφωνα με τη μεθοδολογία των Willie et al. (1998) και Milne et al. (2010). Η ποιότητα των αναλύσεων πιστοποιείται μέσω της συμμετοχής του εργαστηρίου στο δίκτυο διεργαστηριακών ασκήσεων QUASIMEME και η ακρίβεια ελέγχεται με χρήση του πιστοποιημένου υλικού αναφοράς CASS CRM από το CNRC-Canada.
ii) Συγκεντρώσεις ρύπων σε επιφανειακά ιζήματα (Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες, οργανοχλωριωμένες ενώσεις, ενώσεις τριβουτυλο κασσιτέρου, Al, As, Cd, Co, Cr, Cu, Fe, Mn, Mo, Ni, Pb, Ti, V, Zn, Hg)
Ο προσδιορισμός των οργανοχλωριωμένων ενώσεων θα γίνει με αέρια χρωματογραφία – φασματομετρία μαζών τριπλού τετραπόλου (GC-MS-MS) αφού προηγηθεί ξήρανση των δειγμάτων, εκχύλιση σε συσκευή ταχείας εκχύλισης (ASE) με μίγμα διχλωρομεθανίου εξανίου και καθαρισμός σε στήλη με Al2O3. Ο προσδιορισμός των υδρογονανθράκων θα γίνει με αέρια χρωματογραφία – φασματομετρία μαζών απλού τετραπόλου (GC-MS), αφού προηγηθεί ξήρανση των δειγμάτων εκχύλιση σε συσκευή ταχείας εκχύλισης (ASE) με μίγμα μεθανόλης διχλωρομεθανίου, σαπωνοποίηση με μεθανολικό διάλυμα καυστικού καλίου, εκχύλιση των ασαπωνοποίητων συστατικών με εξάνιο και καθαρισμός και κλασματοποίηση σε στήλη με Silica (UNEP/IOC/IAEA 1995, OSPAR 2002, Botsou and Hatzianestis 2012). Ο προσδιορισμός των ενώσεων τριβουτυλοκασσιτέρου θα γίνει με αέρια χρωματογραφία – φασματομετρία μαζών τριπλού τετραπόλου (GC-MS-MS) μετά από κατάλληλη παραγωγοποίηση των ενώσεων με τετραιθυλιούχο βορικό νάτριο. Η ποιότητα των αναλύσεων πιστοποιείται μέσω της συμμετοχής του εργαστηρίου στο δίκτυο διεργαστηριακών ασκήσεων QUASIMEME και MEL-IAEA, ενώ παράλληλα το εργαστήριο είναι διαπιστευμένο για προσδιορισμό πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων σύμφωνα με το πρότυπο ELOT ISO/IEC 17025. Ο έλεγχος της ακρίβειας των μετρήσεων πραγματοποιείται με χρήση του πιστοποιημένου υλικού αναφοράς 1941b από τη NIST.
Για τον προσδιορισμό του ολικού υδραργύρου (THg) χωρίς περαιτέρω κατεργασία, γίνεται απ’ ευθείας μέτρηση σε ξηρό ίζημα με χρήση αυτόματου αναλυτή υδραργύρου (DMA 80 evo, Milestone Srl, Italy). Η ακρίβεια των μετρήσεων ελέγχεται με τη χρήση του πρότυπου υλικού αναφοράς CRM PACS-3 (National Research Council of Canada). Για τον προσδιορισμό του καδμίου θα γίνει χώνευση των δειγμάτων με aqua regia και υδροφθόριο και η τελική μέτρηση θα πραγματοποιηθεί με σύστημα επαγωγικά συζευγμένου πλάσματος – φασματομετρίας μαζών. Η ακρίβεια των μετρήσεων ελέγχεται με τη χρήση του πρότυπου υλικού αναφοράς CRM PACS-3 (National Research Council of Canada). Ο προσδιορισμός των υπόλοιπων μετάλλων θα γίνει με φθορισμομετρία ακτίνων Χ, αφού παρασκευαστούν οι κατάλληλες παστίλιες (Karageorgis 2005)
iii) Συγκεντρώσεις ρύπων σε οργανισμούς ‘δείκτες’ (Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες, οργανοχλωριωμένες ενώσεις, Cd, Co, Cr, Cu, Ni, Pb, Zn, Hg)
Για τον προσδιορισμό των μετάλλων, οι μαλακοί ιστοί των μυδιών θα ξηρανθούν με λυοφιλίωση υπό χαμηλή πίεση και θερμοκρασία για 48h (λυοφιλιωτής FreeZone 6/Labconco). Επίσης τα κελύφη των προς ανάλυση δειγμάτων θα ξηρανθούν στους 60οC για 24 ώρες και θα υπολογιστεί ο δείκτης ευρωστίας των μυδιών ως ο % λόγος του ξηρού βάρους του σώματος προς το ξηρό βάρος του κελύφους. Η ομογενοποίηση του ξηρού δείγματος της σάρκας των μυδιών θα γίνει σε σπαστήρα με δοχείο αχάτη (Mono Mill Pulverisette 6/Fritsch). Ποσότητα ξηρού ομογενοποιημένου δείγματος θα αναλυθεί για τον προσδιορισμό των συγκεντρώσεων ολικού υδραργύρου (THg) χωρίς περαιτέρω κατεργασία, σε αυτόματο αναλυτή υδραργύρου (DMA 80 evo, Milestone Srl, Italy), σύμφωνα με τη μέθοδο EPA 7473 (US EPA, 1998). Για τον προσδιορισμό των υπολοίπων μετάλλων ακολουθείται χώνευση με πυκνό νιτρικό οξύ (HNO3) υπό πίεση στους 120oC σε κλειστά δοχεία teflon με τη χρήση φούρνου μικροκυμάτων (ETHOS EZ/ Milestone). Ο προσδιορισμός γίνεται στο τελικό διάλυμα με φασματομετρία ατομικής απορρόφησης (UNEP 1984b, 2015) με φλόγα ή φούρνο γραφίτη (AA 7000/ Shimadzu) ανάλογα με τα επίπεδα των συγκεντρώσεων. Ο έλεγχος της αναλυτικής μεθοδολογίας γίνεται με ταυτόχρονη ανάλυση πιστοποιημένων πρότυπων δειγμάτων αναφοράς. Επίσης το εργαστήριο συμμετέχει σε διεργαστηριακές ασκήσεις που διοργανώνονται από το Quasimeme και την ΙΑΕΑ-MESL (International Atomic Energy Agency – Marine Environmental Studies Laboratory)
Ο προσδιορισμός των οργανοχλωριωμένων ενώσεων θα γίνει με αέρια χρωματογραφία – φασματομετρία μαζών τριπλού τετραπόλου (GC-MS-MS) αφού προηγηθεί ξήρανση των δειγμάτων, εκχύλιση σε συσκευή ταχείας εκχύλισης (ASE) με μίγμα διχλωρομεθανίου εξανίου και καθαρισμός σε στήλη με Al2O3. Η ποιότητα των αναλύσεων πιστοποιείται μέσω της συμμετοχής του εργαστηρίου στο δίκτυο διεργαστηριακών ασκήσεων QUASIMEME και MEL-IAEA
Ο προσδιορισμός των υδρογονανθράκων θα γίνει με αέρια χρωματογραφία – φασματομετρία μαζών απλού τετραπόλου (GC-MS), αφού προηγηθεί ξήρανση των δειγμάτων εκχύλιση σε συσκευή ταχείας εκχύλισης (ASE) με μίγμα μεθανόλης διχλωρομεθανίου, σαπωνοποίηση με μεθανολικό διάλυμα καυστικού καλίου, εκχύλιση των ασαπωνοποίητων συστατικών με εξάνιο και καθαρισμός και κλασματοποίηση σε στήλη με Silica (UNEP/IOC/IAEA , 1995) και OSPAR, 2002. Η ποιότητα των αναλύσεων πιστοποιείται μέσω της συμμετοχής του εργαστηρίου στο δίκτυο διεργαστηριακών ασκήσεων QUASIMEME και MEL-IAEA, ενώ παράλληλα το εργαστήριο είναι διαπιστευμένο για προσδιορισμό πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων σύμφωνα με το πρότυπο ELOT ISO/IEC 17025.
iv) Μεθοδολογία σχετική με τις επιδράσεις των ρυπογόνων ουσιών (AChE, CAT, GST, TBA, MTs, ΜΝ test, SOS)
Βιοδείκτες ρύπανσης (biomarkers): α) Δραστικότητα ακετυλοχολινεστεράσης (AChE) (δείκτης νευροτοξικότητας και γενικού στρες) β) Μεταλλοθειονίνες (ΜTs) (δείκτης έκθεσης σε βαρέα μέταλλα) γ) Δραστικότητα τρανσφεράσης της γλουταθειόνης (GST) (δείκτης βιομετατροπής οργανικών ρύπων) δ) Δραστικότητα καταλάσης (CAT) και υπεροξείδωση λιπιδίων (TBA) (δείκτες οξειδωτικού στρες) ε) Συχνότητα εμφάνισης μικροπυρήνων (ΜΝ test) (δείκτης γενοτοξικότητας) στ) Δείκτης Stress on Stress (SOS) (δείκτης γενικού στρες)
Οι αναλύσεις πραγματοποιούνται στα δείγματα μυδιών που χρησιμοποιούνται για το Κριτήριο D8C1 από τους ποντισμένους κλωβούς στους 20 σταθμούς παρακολούθησης. Tα βράγχια και οι πεπτικοί αδένες 30 ατόμων (5 ομαδοποιημένα δείγματα) που προορίζονται για τις αναλύσεις βιοχημικών δεικτών (AChE, CAT, GST, TBA, MTs) θα ψυχθούν σε υγρό άζωτο και θα φυλαχθούν στους –80ºC. Αιμολέμφος θα συλλεχθεί από 10 άτομα που θα απλωθεί σε επίχρισμα σε αντικειμενοφόρους πλάκες για τον προσδιορισμό της συχνότητας μικροπυρήνων. 30 άτομα θα χρησιμοποιηθούν απευθείας μετά τη συλλογή για τον προσδιορισμό του δείκτη φυσιολογίας Stress on Stress.
Η χρήση των παραπάνω βιοδεικτών ρύπανσης είναι σύμφωνη με τις κατευθυντήριες γραμμές της UNEP/MAP (UNEP/MAP 2014, 2016). Για την εκτίμηση της περιβαλλοντικής κατάστασης μέσω των βιοδεικτών ρύπανσης θα χρησιμοποιηθούν τιμές συνθηκών αναφοράς (τιμές των βιοδεικτών σε σταθμούς παρακολούθησης μακριά από πηγές ρύπανσης) και κριτήρια που προτείνονται από UNEP/MAP (UNEP/MAP/MED POL 2016). Επίσης για την εκτίμηση χρονικών διαφορών, τα αποτελέσματα θα συγκριθούν με αυτά του προγράμματος MYTIMED
Μεταλλοθειονίνες
Ο προσδιορισμός των συγκεντρώσεων των μεταλλοθειονινών (MTs) θα γίνει σύμφωνα με τη φασματοφωτομετρική μέθοδο (UNEP 1999) με σταδιακή απομόνωση του κλάσματος που περιέχει τις MTs με διαδοχικές φυγοκεντρήσεις (ψυχόμενες φυγόκεντροι Heraeus Fresco 21/Thermo Fisher Scientific και Z 383 K/Hermle) στο ομογενοποιημένο δείγμα του ιστού (Viarengo et al. 1997). Η μέθοδος βασίζεται στον υπολογισμό των SH ομάδων των MTs με τον φασματοφωτομετρικό προσδιορισμό των σουλφιδρυλομάδων χρησιμοποιώντας το αντιδραστήριο Ellman’s (DTNB: 5,5 dithiobis 2 nitrobenzoic acid, Ellman 1958). Η καμπύλη αναφοράς γίνεται με τη διαβάθμιση της απορρόφησης γνωστών συγκεντρώσεων ανηγμένης γλουταθειόνης (GSH) στα 412nm (φασματοφωτόμετρο UV/VIS, Lamda 20/ Perkin Elmer). Η αναγωγή σε συγκέντρωση MTs γίνεται με την αποδοχή των Mackay et al. (1993) για τον αριθμό των κυστεϊνών ανά μόριο (21 ή 30%) και το μοριακό βάρος των MTs στα μύδια Mytilus galloprovincialis (8600 DA). Οι συγκεντρώσεις εκφράζονται ως μg MT/g υγρού βάρους του ιστού. Ασκήσεις διαβαθμονόμησης έγιναν τον Σεπτέμβριο του 2000 μεταξύ εργαστηρίων υπό την αιγίδα της UNEP από το Πανεπιστήμιο της Γένοβα (Institute of General Physiology). Επίσης, έχουν γίνει ανταλλαγές δειγμάτων με το εργαστήριο Cell Biology & Histology του τμήματος Zoology & Animal Cell Biology του Πανεπιστημίου της χώρας των Βάσκων (Zorita et al. 2005) και το Instituto Español de Oceanografía-ΙΕΟ, Centro Oceanográfico de Murcia (το διάστημα 2012-2013).
Δραστικότητα ακετυλοχολινεστεράσης (AChE)
Για τον προσδιορισμό της δραστικότητας AChE, τα βράγχια θα ζυγιστούν, τεμαχιστούν και ομογενοποιηθούν σε 1:2 w/v ρυθμιστικό διάλυμα 0.1M Tris-HCl που περιέχει 0.1% TRITON X 100, pH 7, σε ομογενοποιητή Potter-Evehjem παρουσία πάγου και στη συνέχεια θα φυγοκεντρηθούν στα 10.000g για 20 λεπτά στους 4°C. Η δραστικότητα AChE θα προσδιοριστεί φασματοφωτομετρικά σε microplate reader (Synergy HTX multimode reader, BIOTEK), όπως περιγράφουν οι Bocquené et al. (1993) με χρήση του αντιδραστηρίου του Ellman (DTNB = 5,5 dithiobis 2 nitrobenzoic acid). Η δραστικότητα του ενζύμου εκφράζεται σε nmoles υποστρώματος ακετυλοθειοχολίνης (ACTC) που υδρολύονται ανά λεπτό ανά mg πρωτεΐνης
Δραστικότητα τρανσφεράσης της γλουταθειόνης (GST) καταλάσης (CAT) και υπεροξείδωση λιπιδίων
Για τον προσδιορισμό των δραστικοτήτων CAT και GST και της υπεροξείδωσης λιπιδίων οι πεπτικοί αδένες θα ζυγιστούν, τεμαχιστούν και ομογενοποιηθούν σε 1:4 w/v ρυθμιστικό διάλυμα 100 mM KH2PO4/K2HPO4, που περιέχει 1 mM EDTA, pH 7.4, σε ομογενοποιητή Potter-Evehjem παρουσία πάγου. Το ομογενοποίημα θα φυγοκεντρηθεί στα 10.000g για 30 λεπτά στους 4°C και θα συλλεχθεί η υπερκείμενη φάση. Οι δραστικότητες των ενζύμων θα προσδιοριστούν φασματοφωτομετρικά σε microplate reader (Synergy HTX multimode reader, BIOTEK).
Η δραστικότητα CAT θα προσδιοριστεί όπως περιγράφουν οι Cohen et al. (1996) βάσει μέτρησης της μείωσης συγκέντρωσης του υποστρώματος H2O2 που προσδιορίζεται φασματοφωτομετρικά με θειικό σίδηρο και θειοκυανικό κάλιο. Η δραστικότητα του ενζύμου εκφράζεται σε units ανά λεπτό (units = k/mg πρωτεΐνης, k = ln (A1/A2)/t1-t2, όπου Α1 και Α2 είναι η απορρόφηση στα 490 nm σε χρόνο t1 και t2 αντίστοιχα).
Η δραστικότητα GST θα προσδιοριστεί σύμφωνα με τη μέθοδο των Habig et al. (1974) προσαρμοσμένη σε microplate reader και χρησιμοποιώντας 1-chloro-2,4-dinitrobenzene (CDNB) ως υπόστρωμα. (Mc Farland et al. 1999). Η δραστικότητα του ενζύμου εκφράζεται ως μmoles υποστρώματος που καταναλώνεται (CDNB) ανά λεπτό ανά mg πρωτεΐνης.
H υπεροξείδωση λιπιδίων θα προσδιοριστεί βάσει μέτρησης ουσιών που αντιδρούν με θειο-βαρβιτουρικό οξύ (TBARs: ΤΒΑ reactive substances). H μέθοδος βασίζεται στην αντίδραση του TBA με αλδεϋδικά παράγωγα υπεροξείδωσης λιπιδίων, όπως η μαλονδιαλδεΰδη (MDA) που προσδιορίζονται φασματοφωτομετρικά σε microplate reader σύμφωνα με τους Camejo et al. (1999).
Οι ολικές πρωτεΐνες θα προσδιοριστoύν με την μέθοδο Bradford (1976). Ως πρότυπη πρωτεΐνη χρησιμοποιείται BSA (Bovine Serum Albumin).
Συχνότητα εμφάνισης μικροπυρήνων (MN test).
Το test ΜΝ θα εφαρμοστεί σε αιμοκύτταρα μετά από χρώση του επιχρίσματος αιμολέμφου με Giemsa 5% σύμφωνα με τη μέθοδο των Baršienė et al. (2011) εις διπλούν για το κάθε άτομο. Οι αντικειμενοφόρες πλάκες θα παρατηρηθούν σε μικροσκόπιο (Olympus BX43) και συνολικά 1.000 αιμοκύτταρα ανά δείγμα θα εξεταστούν για παρουσία μικροπυρηνών.
Δείκτης Stress on Stress (SOS)
Τα μύδια τοποθετούνται αμέσως μετά τη συλλογή τους σε θάλαμο σταθερής θερμοκρασίας υπό συνθήκες υγρασίας (Pampanin et al. 2005). Ο αριθμός νεκρών οργανισμών καταγράφεται καθημερινά. Ο μέσος χρόνος επιβίωσης (LT50: o χρόνος που απαιτείται για το θάνατο του 50% των οργανισμών) υπολογίζεται βάσει του Kaplan–Meier test.
v) Μεθοδολογία σχετική με την εμφάνιση περιστατικών οξείας ρύπανσης
Συχνότητα εμφάνισης, προέλευση, έκταση των σημαντικών επεισοδίων οξείας ρύπανσης (π.χ. κηλίδες πετρελαίου ή προϊόντων πετρελαίου) και οι επιπτώσεις τους στους ζώντες οργανισμούς που πλήττονται από την εν λόγω ρύπανση.
Τα σημαντικά επεισόδια οξείας ρύπανσης θα καταγράφονται σε συνεργασία με τη Διεύθυνση θαλασσίου περιβάλλοντος του υπουργείου Ναυτιλίας. Στις περιπτώσεις πετρελαιοκηλίδων θα παρακολουθούνται τα επίπεδα των υδρογονανθράκων στη στήλη του νερού και τα ιζήματα και θα διερευνώνται οι επιπτώσεις τους στους βενθικούς οργανισμούς.
vi) Ρύποι σε εδώδιμα αλιεύματα
Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση Αριθμ. ΥΠΕΝ/ΔΠΔΥΠ/661/5 (ΦΕΚ 325/1-2-2022) του προγράμματος παρακολούθησης της ΟΠΘΣ, όσον αφορά στους ρύπους σε εδώδιμα αλιεύματα (Περιγραφέας D9), προβλέπει την χρήση των σχετικών δεδομένων που συλλέγονται από τους Δημόσιους Φορείς της χώρας που έχουν –εκ του νόμου- αρμοδιότητα και ευθύνη για τη δημόσια υγεία.
Για την εκτίμηση του Κριτηρίου D9C1, θα συλλεχθούν και θα ομαδοποιηθούν σχετικά δεδομένα σε ιχθείς ή/και μαλάκια που συλλέγονται στα πλαίσια προγραμμάτων ελέγχων που υλοποιούνται σε εφαρμογή του Πολυετούς Ολοκληρωμένου Εθνικού Σχεδίου Ελέγχων (ΠΟΕΣΕ) (http://www.minagric.gr/index.php/el/the-ministry-2/poese) για το οποίο κεντρικές αρμόδιες αρχές είναι το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ) και ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ).
Ειδικότερα θα χρησιμοποιηθούν δεδομένα του ΥΠΑΑΤ που συλλέγονται στα πλαίσια του Εθνικού Προγράμματος Ελέγχου Καταλοίπων (ΕΠΕΚ), όπως του Ελέγχου Καταλοίπων Ζώντων Ζώων και Προϊόντων τους. Η μεθοδολογία δειγματοληψιών αναφέρεται στο Εγχειρίδιο για την Εφαρμογή του Εθνικού Προγράμματος Ελέγχου Καταλοίπων (2023) (https://www.minagric.gr/images/stories/docs/ktiniatrika_Themata/Themata_dimosias_Ygeias/entypo_epek2023_150324.pdf). Όλα τα εργαστήρια που εμπλέκονται στο ΕΠΕΚ είναι διαπιστευμένα από τον Εθνικό Φορέα Διαπίστευσης (ΕΣΥΔ), σύμφωνα με το πρότυπο ΕΝ ISO 17025 και η διενέργεια των αναλύσεων πραγματοποιείται με επικυρωμένες (σύμφωνα με την Απόφαση 2002/657/ΕΚ) και διαπιστευμένες μεθόδους.
Σχετικά δεδομένα σε ιχθείς ή/και μαλάκια δύναται να χρησιμοποιηθούν και από άλλα προγράμματα που υλοποιούνται σε εφαρμογή του ΠΟΕΣΕ, όπως το Πρόγραμμα παρακολούθησης των περιοχών παραγωγής ζώντων δίθυρων μαλακίων, και σχετικών προγραμμάτων του ΕΦΕΤ.
Τα δεδομένα που θα συλλεχθούν, θα ομαδοποιηθούν ανά θαλάσσιο οργανισμό, ρυπογόνο ουσία και περιοχή δειγματοληψίας ώστε να γίνει η εκτίμηση των στοιχείων του κριτηρίου D9C1.
Η διαθεσιμότητα των δεδομένων ρυπογόνων ουσιών σε ιχθείς ή/και μαλάκια από τους υπεύθυνους φορείς που υλοποιούν προγράμματα σε εφαρμογή του ΠΟΕΣΕ αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση της παραπάνω δράσης.
i) Απορρίμματα που εκβράζονται και αποτίθενται στις ακτές:
Η παρακολούθηση της ποσότητας των απορριμμάτων που εκβράζονται στις ακτές θα πραγματοποιηθεί με συχνότητα 2 φορές ανά έτος σε έντεκα παραλίες της χώρας, όπως αναφέρονται στο ΦΕΚ Τεύχος Β’ 2959 325/01.02.2022. Η μεθοδολογία που ακολουθείται είναι σύμφωνη με την προτεινόμενη από την Ευρωπαϊκή Ομάδα Εργασίας για τα Θαλάσσια Απορρίμματα (“Guidance Document on Monitoring of Marine Litter in European Seas” developed by the EU MSFD Technical Group on Marine Litter (MSFD TG10)) (Galgani et al., 2023).
Σε κάθε παραλία επιλέγονται έως τρία διαστήματα των 100 μέτρων ανάλογα με το μήκος της παραλίας, σε απόσταση μεταξύ τους ώστε να καλύπτεται όλο το μήκος της παραλίας. Οι ακριβείς συντεταγμένες των εν λόγω διαστημάτων καταγράφονται προκειμένου να επαναληφθούν οι δειγματοληψίες στα ίδια σημεία. Η συλλογή των απορριμμάτων γίνεται κατά μήκος των τριών διαστημάτων και σε όλο το πλάτος κάθε παραλίας, δηλ. μέχρι εκεί που αρχίζει η βλάστηση ή υπάρχουν κτιστές κατασκευές (π.χ. δρόμος, μάντρα, κλπ.). Καταγράφεται το πλάτος κάθε παραλίας (μέτρα). Συλλέγονται και απομακρύνονται όλα τα απορρίμματα μεγέθους ≥ 2,5 εκατοστών. Τα απορρίμματα καταμετρώνται και διαχωρίζονται σύμφωνα με το πρωτόκολλο που περιγράφεται στο “Guidance Document on Monitoring of Marine Litter in European Seas” σε 8 γενικούς τύπους απορριμμάτων (τεχνητά πολυμερή, λάστιχο, ύφασμα, χαρτί/χαρτόνι, μέταλλο, γυαλί, επεξεργασμένο ξύλο, άλλο) και σε επιμέρους υποκατηγορίες (213 στο σύνολο). Επίσης καταγράφεται το βάρος καθενός από τους 8 γενικούς τύπους απορριμμάτων. Τα αποτελέσματα εκφράζονται ως κομμάτια ανά 100 μέτρα ακτής (items/100m) και ως βάρος ανά 100 μέτρα ακτής (kg/100m).
ii) Απορρίμματα στο θαλάσσιο βυθό:
Η παρακολούθηση των απορριμμάτων στο θαλάσσιο βυθό θα πραγματοποιηθεί κατά τις δειγματοληψίες του Εθνικού Προγράμματος Συλλογής Αλιευτικών Δεδομένων και πιο συγκεκριμένα κατά τις δειγματοληψίες του MEDITS. H δειγματοληψία θα λάβει χώρα στους εξής σταθμούς: 74 στο Κεντρικό και Νότιο Αιγαίο μαζί με Κρήτη και 32 στο Ιόνιο), όπως αυτοί αναφέρονται στο ΦΕΚ Τεύχος Β’ 2959 325/01.02.2022. Η δειγματοληψία πραγματοποιείται 1 φορά το χρόνο, όπως ορίζεται στο Εθνικό Πρόγραμμα Συλλογής Αλιευτικών Δεδομένων. Τα θαλάσσια απορρίμματα των σύρσεων συλλέγονται στο κατάστρωμα, κατηγοριοποιούνται και καταμετρώνται. Τα αποτελέσματα εκφράζονται ως αριθμός απορριμμάτων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (Ν/km2) λαμβάνοντας υπόψη την περιοχή σάρωσης κάθε σύρσης. Η κατηγοριοποίηση των απορριμμάτων θα γίνει με βάση το πρωτόκολλο των απορριμμάτων του MEDITS και της MSFD TSG10 (2023).
iii) Μεσοπλαστικά & βιομηχανικές ψηφίδες σε παραλίες:
Στις 9 παραλίες που παρακολουθούνται για τα απορρίμματα στις ακτές, γίνονται δειγματοληψίες 2 φορές τον χρόνο για μεσοπλαστικά σωματίδια με μεγέθη 5mm < < 25mm καθώς και για βιομηχανικές ψηφίδες (pellets). Ακολουθείται μεθοδολογία σύμφωνη με την προτεινόμενη από την Ευρωπαϊκή Ομάδα Εργασίας για τα Θαλάσσια Απορρίμματα (“Guidance Document on Monitoring of Marine Litter in European Seas” developed by the EU MSFD Technical Group on Marine Litter (MSFD TG10)) (Galgani et al., 2023). Το διάστημα των 100m δειγματοληψίας των μάκρο-απορριμμάτων χωρίζεται σε 5 ζώνες των 50 cm κάθετα στο μήκος της παραλίας. Η δειγματοληψία των μεσο-πλαστικών κα ψηφίδων γίνεται εντός των 5 ζωνών με κατάλληλο κόσκινο. Τα συλλεγμένα σωματίδια κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με το πρωτόκολλο καταμετρώνται και ζυγίζονται. Τα αποτελέσματα δίνονται ως αριθμός σωματιδίων Ν /100m και ως βάρος g/100m.
iv) Επιπλέοντα μικρο-πλαστικά:
Παρακολούθηση της ποσότητας των επιπλεόντων μικροπλαστικών σωματιδίων (< 5mm) σε 24 σημεία στις ελληνικές θάλασσες, 1 φορά κάθε 2 έτη, όπως αυτά περιγράφονται ΦΕΚ Τεύχος Β’ 2959 325/01.02.2022. Η δειγματοληψία γίνεται με χρήση ειδικού διχτυού επιφανείας, (δίχτυ μάντα – manta net) με άνοιγμα οπής 300μm. Πραγματοποιείται επιφανειακή σύρση του διχτυού με κατάλληλο σκάφος και από την υπήνεμη πλευρά του σκάφους σε συνθήκες ταχύτητας ανέμου μικρότερες των 4 Beaufort. Η σύρση διαρκεί 20’ και η ταχύτητα του σκάφους πρέπει να διατηρείται σταθερή και ίση με 1,5 κόμβους. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες αρχής – τέλους σύρσης καταγράφονται, καθώς και τα παραπάνω στοιχεία ταχύτητας ανέμου και χρόνου σύρσεων. Από τις διαστάσεις του ανοίγματος του διχτυού και τα στοιχεία της σύρσης υπολογίζεται το εμβαδόν της επιφάνειας που καλύφθηκε, ενώ με χρήση ροομέτρου καταγράφεται ο συνολικός όγκος νερού που διήλθε από το δίχτυ. Εν συνεχεία το δείγμα συλλέγεται με την βοήθεια θαλασσινού νερού σε γυάλινο βάζο και συντηρείται στην κατάψυξη μέχρι την ανάλυσή του στο εργαστήριο. Στο εργαστήριο γίνεται διαχωρισμός και καταμέτρηση των μικροπλαστικών σωματιδίων σε τουλάχιστον 2 τάξεις μεγέθους (1mm< <5mm και 300μm< <1mm) με γυμνό μάτι και στη συνέχεια με χρήση στερεοσκοπίου. Παράλληλα γίνεται κατηγοριοποίηση των σωματιδίων με βάση τη μορφή τους σε: ίνες, κομμάτια, αφρό, φιλμ. Τέλος, όπου αυτό είναι εφικτό γίνεται ταυτοποίηση του πολυμερούς με χρήση φασματοσκοπίας υπερύθρων (ATR-FTIR). Τα αποτελέσματα εκφράζονται ως αριθμός μικροπλαστικών ανά μονάδα επιφανείας (items/km2). Η μεθοδολογία είναι σύμφωνη με την προτεινόμενη από την Ευρωπαϊκή Ομάδα Εργασίας για τα Θαλάσσια Απορρίμματα (“Guidance Document on Monitoring of Marine Litter in European Seas” developed by the EU MSFD Technical Group on Marine Litter (MSFD TG10)) (Galgani et al., 2023). Τα αποτελέσματα εκφράζονται ως αριθμός σωματιδίων Ν /km2 επιφάνειας της θάλασσας και ως Ν/m3 όγκου επιφανειακού νερού.
v) Ποσότητες και σύσταση των απορριμμάτων που εισέρχονται διά της κατάποσης σε ψάρια:
Η ανίχνευση και καταγραφή απορριμμάτων και μικροαπορριμμάτων που έχουν καταποθεί θα πραγματοποιηθεί σε δύο είδη ψαριών: τη κουτσομούρα (Mullus barbatus) και τη γόπα (Boops boops). Δείγματα ψαριών θα παρθούν από 3 υπο-περιοχές (B. Ιόνιο Πέλαγος, Πατραϊκός Κόλπος, Αργοσαρωνικός Κόλπος) για να διερευνηθεί αν υπάρχουν τοπικές διαφορές. Κάθε δείγμα ψαριών αποτελείται από τουλάχιστον 30 άτομα. Τα ψάρια καταψύχονται αμέσως μετά την αλίευσή τους και μεταφέρονται στα Εργαστήρια του ΕΛΚΕΘΕ. Θα ακολουθηθεί η μεθοδολογία που είναι σύμφωνη με την προτεινόμενη από την Ευρωπαϊκή Ομάδα Εργασίας για τα Θαλάσσια Απορρίμματα (“Guidance Document on Monitoring of Marine Litter in European Seas” developed by the EU MSFD Technical Group on Marine Litter (MSFD TG10)) (Galgani et al., 2023). Συγκεκριμένα, για κάθε άτομο καταγράφονται βιολογικές παράμετροι όπως το μήκος, βάρος, φύλο και στάδιο γεννητικής ωριμότητας. Στη συνέχεια αφαιρείται ο γαστρεντερικός σωλήνας από κάθε άτομο ψαριού. Για την ανίχνευση και καταγραφή πλαστικών μικροαπορριμμάτων πραγματοποιείται χημική χώνευση του γαστρεντερικού σωλήνα. Το χωνεμένο δείγμα παρατηρείται στο στερεοσκόπιο όπου γίνεται καταγραφή του αριθμού, του μήκους και του χρώματος των μικροπλαστικών. Τα απορρίμματα κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με το πρωτόκολλο της MSFD (Galgani et al., 2023) και καταμετρώνται. Για την αποφυγή επιμόλυνσης εφαρμόζεται η μεθοδολογία των Torre et al. (2016).
Η μεθοδολογία για την παρακολούθηση και αξιολόγηση των κριτηρίων D11C1 και D11C2 βασίζεται στην ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2017/848 και στις κατευθυντήριες γραμμές του TG Noise που αποτυπώνονται: α) στα σχετικά παραδοτέα των Dekeling et al. (2021), Sigray et al. (2021) Sigray et al. (2023), Borsani et al. (2023) και β) στις αναφορές Dekeling et al. (2014) και UNEP-MAP (2016) σχετικά με συστάσεις για την παρακολούθηση των ανωτέρω κριτηρίων. Η αναφορά Dekeling et al. (2014) πρόκειται να επικαιροποιηθεί μέσα στο 2024, συνεπώς η μεθοδολογία θα προσαρμοστεί ανάλογα.
i) Κριτήριο D11C1
Μεθοδολογικά πρότυπα σύμφωνα με την Απόφαση 2017/848/ΕΕ:
Κλίμακα αξιολόγησης: Περιοχή, υποπεριοχή ή υποδιαιρέσεις.
Χρήση κριτηρίων: Ο βαθμός επίτευξης καλής περιβαλλοντικής κατάστασης εκφράζεται για κάθε περιοχή υπό αξιολόγηση ως διάρκεια των παλμικών ήχων ανθρωπογενούς προέλευσης ανά ημερολογιακό έτος, κατανομή τους εντός του έτους και χωρικά στην περιοχή αξιολόγησης, καθώς και το κατά πόσον έχουν επιτευχθεί οι καθορισμένες οριακές τιμές.
Η συμφωνία για τη χρήση του κριτηρίου D11C1 στην αξιολόγηση της καλής περιβαλλοντικής κατάστασης για το χαρακτηριστικό περιγραφής 11 γίνεται σε επίπεδο Ένωσης.
Τα αποτελέσματα του κριτηρίου D11C1 συνεισφέρουν στις αξιολογήσεις σύμφωνα με το χαρακτηριστικό περιγραφής 1.
Προδιαγραφές και τυποποιημένες μέθοδοι για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση του Κριτηρίου D11C1:
α) Χωρική κατανομή: γεωγραφικές τοποθεσίες των οποίων το σχήμα και το εμβαδόν καθορίζονται σε επίπεδο περιοχής και υποπεριοχής, με βάση, για παράδειγμα, τις δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα III της οδηγίας 2008/56/ΕΚ.
β) Ο παλμικός ήχος περιγράφεται ως μονοπολικό επίπεδο πηγής ενέργειας σε μονάδες dB re 1μΡa2 s ή μηδενικό μέχρι ανώτατο μονοπολικό επίπεδο πηγής σε μονάδες dB re 1μΡa m, για τις ζώνες συχνότητας 10 Hz έως 10 kHz. Τα κράτη μέλη δύνανται να εξετάζουν άλλες συγκεκριμένες πηγές με υψηλότερες ζώνες συχνοτήτων εάν θεωρούνται σημαντικές οι επιπτώσεις σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Μονάδες μέτρησης για το Κριτήριο D11C1:
Αριθμός ημερών ανά τρίμηνο (ή ανά μήνα, όπου αρμόζει) κατά τις οποίες λειτουργούν πηγές παλμικών ήχων, αναλογία (ποσοστό) μοναδιαίων εμβαδών ή έκταση σε τετραγωνικά χιλιόμετρα (km2) της περιοχής αξιολόγησης στην οποία λειτουργούν πηγές παλμικών ήχων κατ’ έτος.
Οριακές τιμές [Sigray et al. (2023), (TG Noise DL2)]:
To TG Noise συνιστά να υιοθετηθούν οι ακόλουθες οριακές τιμές από τα Κράτη-Μέλη:
– Για βραχυπρόθεσμη έκθεση στον θόρυβο (1 μέρα, δηλ. ημερήσια έκθεση), το μέγιστο ποσοστό ενός ενδιαιτήματος που χρησιμοποιείται από τα είδη ενδιαφέροντος, το οποίο είναι αποδεκτό να εκτίθεται σε επίπεδα παλμικού θορύβου μεγαλύτερα από το Επίπεδο Εμφάνισης Βιολογικά Δυσμενών Επιδράσεων (Level of Onset of Biologically adverse Effects, LOBE), σε μία μέρα, είναι 20% ή χαμηλότερο (≤20%).
– Για μακροπρόθεσμη έκθεση στον θόρυβο (1 έτος), υπολογίζεται η μέση έκθεση. Το μέγιστο ποσοστό ενός ενδιαιτήματος (υπολογισμένο ως η μέση τιμή των ημερήσιων ποσοστών σε ένα έτος) που χρησιμοποιείται από τα είδη, το οποίο είναι αποδεκτό να εκτίθεται σε επίπεδα παλμικού θορύβου μεγαλύτερα από το Επίπεδο Εμφάνισης Βιολογικά Δυσμενών Επιδράσεων (Level of Onset of Biologically adverse Effects, LOBE), σε ένα έτος κατά μέσο όρο, είναι 10% ή χαμηλότερο (≤10%).
Εθνικό Αρχείο Παλμικού Θορύβου EL-INR:
Η καταγραφή των παλμικών ήχων γίνεται μέσω του Εθνικού Αρχείου Παλμικού Θορύβου (EL-INR) με εύρος συχνοτήτων από 10 Hz ως 10 kHz. Σύμφωνα με τους Dekeling et al. (2014) και την UNEP-MAP (2016), οι δραστηριότητες σχετικές με γεωφυσικές έρευνες (geophysical surveys), εκρήξεις (detonations/explosions) και κρουστική έμπηξη-οδήγηση πασσάλων (impact pile driving) θα συμπεριλαμβάνονται στο Αρχείο χωρίς όριο επιπέδου πηγής. Για τις υπόλοιπες πηγές, ισχύουν τα όρια που αναφέρονται στην UNEP-MAP (2016).
Mεθοδολογία αξιολόγησης:
Βάσει των ανωτέρω και τους Dekeling et al. (2021), η μεθοδολογία αποτελείται από τα κατωτέρω βήματα:
– Επιλογή αντιπροσωπευτικού είδους (είδους ενδιαφέροντος),
– Επιλογή ενδιαιτήματος,
– Καθορισμός Επιπέδου Εμφάνισης Βιολογικά Δυσμενών Επιδράσεων (LOBE) για κάθε είδος,
– Καθορισμός πηγών και σχετικών ηχητικών χαρακτηριστικών,
– Παραγωγή χαρτών πίεσης (δραστηριοτήτων) βάσει του EL-INR και των επιλεγμένων πηγών και χαρακτηριστικών τους στο πλέγμα αξιολόγησης (ίδιο με αυτό που χρησιμοποιείται για το D1, δηλ. 10 km x 10 km). Στην περίπτωση που οι χάρτες παραχθούν με χρήση αποστάσεων επίδρασης, θα έχουν λάβει υπόψη τους το LOBE. Στην περίπτωση που οι χάρτες παραχθούν με χρήση μοντέλων ηχητικής διάδοσης, θα αποτυπώνουν ηχητικά επίπεδα,
– Επιλογή χρονικού πλαισίου έκθεσης στον θόρυβο (βραχυπρόθεσμη, μακροπρόθεσμη). Είναι επιθυμητή η εξέταση και των δύο χρονικών πλαισίων. Παρόλα αυτά, η βραχυπρόθεσμη έκθεση παρουσιάζει τη δυσκολία διαθεσιμότητας δεδομένων,
– Στην περίπτωση που οι χάρτες παραχθούν με χρήση μοντέλων ηχητικής διάδοσης, γίνεται εκτίμηση της κατάστασης (acoustic status) σε κάθε κελί του πλέγματος αξιολόγησης. Αν το ηχητικό επίπεδο του κελιού είναι μεγαλύτερο του LOBE, το κελί είναι σε μη αποδεκτή κατάσταση,
– Υπολογισμός του ποσοστού του ενδιαιτήματος που εκτίθεται σε επίπεδα θορύβου μεγαλύτερα του LOBE,
– Σύγκριση με την προτεινόμενη από το TG Noise οριακή τιμή και χαρακτηρισμός του ενδιαιτήματος σε ανεκτή ή μη ανεκτή κατάσταση (tolerable or non-tolerable status),
– Χαρακτηρισμός MRU ως προς GES. Το TG Noise πρoτείνει να γίνει αξιολόγηση της MRU ως προς GES λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση του ενδιαιτήματος. Αυτό δεν είναι μονοσήμαντο και αφήνει ανοιχτά διαφορετικούς τρόπους χαρακτηρισμού της MRU. Ένας άμεσος και συντηρητικός τρόπος είναι ο χαρακτηρισμός της MRU ως ‘at non-GES’ (όχι καλή περιβαλλοντική κατάσταση) αν το εξεταζόμενο ενδιαίτημα που ανήκει στην MRU είναι σε μη ανεκτή κατάσταση.
ii) Κριτήριο D11C2
Μεθοδολογικά πρότυπα σύμφωνα με την Απόφαση 2017/848/ΕΕ:
Κλίμακα αξιολόγησης: Περιοχή, υποπεριοχή ή υποδιαιρέσεις.
Χρήση κριτηρίων: Ο βαθμός επίτευξης καλής περιβαλλοντικής κατάστασης εκφράζεται για κάθε περιοχή υπό αξιολόγηση ως ο ετήσιος μέσος όρος του επιπέδου ήχου ή άλλη κατάλληλη χρονική μέτρηση που συμφωνείται σε επίπεδο περιοχής ή υποπεριοχής, ανά μονάδα εμβαδού, και η χωρική του κατανομή στην περιοχή αξιολόγησης, καθώς και η έκταση (%, km2) της περιοχής αξιολόγησης στην οποία επιτυγχάνονται οι καθορισμένες οριακές τιμές.
Η συμφωνία για τη χρήση του κριτηρίου D11C2 στην αξιολόγηση της καλής περιβαλλοντικής κατάστασης για το χαρακτηριστικό περιγραφής D11 γίνεται σε επίπεδο Ένωσης.
Τα αποτελέσματα του κριτηρίου D11C2 συνεισφέρουν στις αξιολογήσεις σύμφωνα με το χαρακτηριστικό περιγραφής D1.
Προδιαγραφές και τυποποιημένες μέθοδοι για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση του Κριτηρίου D11C2:
Ο ετήσιος μέσος όρος ή άλλη κατάλληλη μέτρηση που συμφωνείται σε επίπεδο περιοχής ή υποπεριοχής, του τετραγώνου της ηχητικής πίεσης σε καθεμιά από τις δυο «ζώνες του 1/3 της οκτάβας», μίας κεντραρισμένης στα 63 Hz και μίας άλλης στα 125 Hz, εκφρασμένος σε επίπεδο ντεσιμπέλ σε μονάδες dB re 1μΡa, σε κατάλληλη χωρική ανάλυση σε σχέση με την πίεση. Τα εν λόγω μεγέθη δύνανται είτε να υπολογιστούν απευθείας είτε να συναχθούν από ένα μοντέλο που χρησιμοποιείται για παρεμβολή ή παρεκβολή από τις μετρήσεις. Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να αποφασίσουν σε επίπεδο περιοχής ή υποπεριοχής να παρακολουθούν επιπλέον ζώνες συχνοτήτων.
Μονάδες μέτρησης για το Κριτήριο D11C2:
Ετήσια μέση τιμή (ή άλλη χρονική μέτρηση) επιπέδων συνεχών ήχων ανά μοναδιαίο εμβαδόν, αναλογία (ποσοστό) ή έκταση σε τετραγωνικά χιλιόμετρα (km2) της περιοχής αξιολόγησης στην οποία τα επίπεδα ήχου υπερβαίνουν τις οριακές τιμές.
Οριακές τιμές [Borsani et al. (2023), TG Noise DL4]
To TG Noise συνιστά να υιοθετηθεί η ακόλουθη οριακή τιμή από τα Κράτη-Μέλη: Το 20% του ενδιαιτήματος που χρησιμοποιείται από τα είδη ενδιαφέροντος με επίπεδα θορύβου μεγαλύτερα από το Επίπεδο Εμφάνισης Βιολογικά Δυσμενών Επιδράσεων (LOBE) να μην υπερβαίνεται κανένα μήνα του έτους αξιολόγησης, σε συμφωνία με τον στόχο συντήρησης του 80% της χωρητικότητας βιοτόπου/μέγεθος ενδιαιτήματος.
Μοντελοποίηση θορύβου ναυσιπλοΐας:
Χρήση αριθμητικού μοντέλου προσομοίωσης
Η σημαντικότερη πηγή συνεχούς θορύβου χαμηλής συχνότητας είναι η κυκλοφορία όλων των ειδών σκαφών (μεγάλων πλοίων και σκαφών που διαθέτουν AIS, αλιευτικών σκαφών, σκαφών αναψυχής, κ.ά.). Ο υποθαλάσσιος θόρυβος λόγω ναυσιπλοΐας θα εκτιμηθεί με τη χρήση αναβαθμισμένου αριθμητικού μοντέλου προσομοίωσης (υπεργολαβία). Το μοντέλο θα λαμβάνει υπόψη την κατανομή όλων των σκαφών με AIS σε προκαθορισμένο πλήθος χρονικών στιγμιότυπων (snapshots) μέσα σε κάθε 24ωρο (με χρήση αλγορίθμου για την συμπλήρωση των κενών στα AIS δεδομένα), περιβαλλοντικές παραμέτρους (βαθυμετρία, τυπικές τιμές θερμοκρασίας και αλατότητας, σύνθεση υποθαλάσσιου πυθμένα, άνεμος) και, χρησιμοποιώντας κατάλληλο μοντέλο ηχητικής διάδοσης (με βάση τη θεωρία των συζευγμένων κανονικών ιδιομορφών), θα εξάγει μετρικές (όπως μέση τιμή, διάμεσος, μέγιστες και ελάχιστες τιμές, εκατοστημόρια (5% ή 10%, 95% ή 90%)) των επιπέδων ηχητικής φασματικής πυκνότητας (Power Spectral Density, PSD) σε προκαθορισμένο υπολογιστικό πλέγμα για κάθε μήνα του έτους, σε τρία ή τέσσερα χαρακτηριστικά βάθη τουλάχιστον για τις δύο ζώνες συχνοτήτων ενδιαφέροντος (με κεντρικές τιμές τα 63 Hz και τα 125 Hz), ενώ θα εξεταστεί η παραγωγή αποτελεσμάτων και για μία μεγαλύτερη συχνότητα (250 Hz ή 500 Hz).
Ηχητικές μετρήσεις σε τέσσερις αυτόνομους σταθμούς (βλ. κατωτέρω) θα χρησιμοποιηθούν για να βαθμονομηθεί το μοντέλο, ενώ θα γίνουν προσπάθειες συνεργασίας με άλλα προγράμματα (π.χ., LIFE MareNatura) για να αποκτηθούν πρωτογενή ή/και επεξεργασμένα δεδομένα ηχητικών μετρήσεων και από άλλους σταθμούς παρατήρησης για καλύτερη βαθμονόμηση του μοντέλου.
Ηχητικές μετρήσεις σε αυτόνομους σταθμούς
Στον νέο κύκλο εφαρμογής της ΟΠΘΣ έχει προταθεί παρακολούθηση του συνεχούς υποθαλάσσιου θορύβου σε τέσσερις αυτόνομους σταθμούς σε επιλεγμένες θέσεις των Ελληνικών θαλασσών (Σποράδες, Μεθώνη, Αγ. Ρουμέλη, Κάρπαθος), στις οποίες περιλαμβάνεται θέση όπου ο θόρυβος ναυσιπλοΐας αναμένεται σε χαμηλά επίπεδα (Κάρπαθος), θέση όπου ο θόρυβος ναυσιπλοΐας αναμένεται σε υψηλά επίπεδα (Μεθώνη), θέση σε προστατευόμενη περιοχή (Σποράδες), θέσεις όπου αναμένεται να εντοπιστούν κητώδη τους θερμότερους μήνες του έτους (Μεθώνη, Αγ. Ρουμέλη, Σποράδες), και θέση η οποία θα χρησιμοποιηθεί για δειγματοληψίες που αφορούν σε κριτήρια οκτώ ακόμη χαρακτηριστικών περιγραφής (Σποράδες: D1, D2, D4, D5, D6, D7, D8, D10). Επίσης, η γεωγραφική κατανομή των θέσεων είναι τέτοια ώστε να καλύπτει κατά το δυνατόν διαφορετικές θαλάσσιες περιοχές. Η στρατηγική δειγματοληψίας θα είναι κοινή για όλους τους σταθμούς (κύκλος λειτουργίας 10%, ελάχιστο εύρος συχνοτήτων ηχητικών καταγραφών από 10 Hz έως 50 kHz), ενώ θα καταβληθεί προσπάθεια να γίνονται δύο ποντίσεις ετησίως (μία σε θερινή και μία σε χειμερινή περίοδο) ανάλογα με τη διαθεσιμότητα του ερευνητικού ωκεανογραφικού σκάφους του ΕΛΚΕΘΕ.
Οι ηχητικές μετρήσεις θα αναλυθούν στατιστικά για να παραχθούν κατάλληλες μετρικές: μέση τιμή, διάμεσος, μέγιστες και ελάχιστες τιμές, εκατοστημόρια (5%, 10%, 25%, 75%, 90%, 95%) των επιπέδων ηχητικής φασματικής πυκνότητας και των ηχητικών επιπέδων πίεσης (Sound Pressure Levels, SPLs), για διαφορετικές ζώνες συχνοτήτων ενδιαφέροντος (με κεντρικές τιμές 63 Hz, 125 Hz, 250 Hz, 500 Hz, 1 kHz, 2 kHz, 4 kHz, 10 kHz).
Μεθοδολογία αξιολόγησης
Βάσει των ανωτέρω για την μεθοδολογία μελέτης του D1C2 και των Sigray et al. (2021), η μεθοδολογία αξιολόγησης αποτελείται από τα κατωτέρω βήματα:
– Επιλογή αντιπροσωπευτικού είδους (είδους ενδιαφέροντος),
– Επιλογή ενδιαιτήματος,
– Καθορισμός Επιπέδου Εμφάνισης Βιολογικά Δυσμενών Επιδράσεων (LOBE),
– Καθορισμός χρονικών περιόδων (παρατήρησης, ανάλυσης, αξιολόγησης),
– Παραγωγή χαρτών ηχητικών επιπέδων (μέσες τιμές ή διάμεσοι) από το αριθμητικό μοντέλο στο επιλεγμένο υπολογιστικό πλέγμα για τα επιλεγμένα βάθη. Επιλέγουμε τους χάρτες που αντιστοιχούν στο βάθος για το οποίο προκύπτουν τα μεγαλύτερα ηχητικά επίπεδα,
– Αναγωγή των ηχητικών επιπέδων των επιλεγμένων χαρτών από το υπολογιστικό πλέγμα στο πλέγμα αξιολόγησης (ίδιο με αυτό που χρησιμοποιείται στο D1, δηλ. 10 km x 10 km),
– Εκτίμηση της κατάστασης (acoustic status) σε κάθε κελί του πλέγματος αξιολόγησης. Αν το ηχητικό επίπεδο του κελιού είναι μεγαλύτερο του LOBE, το κελί είναι σε μη αποδεκτή κατάσταση,
– Υπολογισμός του ποσοστού του ενδιαιτήματος που εκτίθεται σε επίπεδα θορύβου μεγαλύτερα του LOBE,
– Σύγκριση με την προτεινόμενη από το TG Noise οριακή τιμή και χαρακτηρισμός του ενδιαιτήματος σε ανεκτή ή μη ανεκτή κατάσταση (tolerable or non-tolerable status),
– Χαρακτηρισμός MRU ως προς GES. Το TG Noise πρoτείνει να γίνει αξιολόγηση της MRU ως προς GES συνδυάζοντας την κατάσταση των ενδιαιτημάτων που αποτελούν την MRU. Ένας άμεσος και συντηρητικός τρόπος είναι ο χαρακτηρισμός της MRU ως ‘at non-GES’ (όχι καλή περιβαλλοντική κατάσταση) αν το εξεταζόμενο ενδιαίτημα που ανήκει στην MRU είναι σε μη ανεκτή κατάσταση.
Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης